περίκομμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perikomma
|Transliteration C=perikomma
|Beta Code=peri/komma
|Beta Code=peri/komma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that which is cut off all round, trimmings, mincemeat</b>, <span class="bibl">Metag.6.7</span>(pl.), <span class="bibl">Alex.175</span>, etc.; περικόμματα ἐκ σοῦ σκευάσω <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>372</span>, cf. <span class="bibl">Men.<span class="title">Sam.</span>78</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[περικοπή]] II, π. τοῦ καλοῦ Plu. 2.765c.</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that which is cut off all round, trimmings, mincemeat</b>, <span class="bibl">Metag.6.7</span>(pl.), <span class="bibl">Alex.175</span>, etc.; περικόμματα ἐκ σοῦ σκευάσω <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>372</span>, cf. <span class="bibl">Men.<span class="title">Sam.</span>78</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[περικοπή]] II, π. τοῦ καλοῦ Plu. 2.765c.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:55, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίκομμα Medium diacritics: περίκομμα Low diacritics: περίκομμα Capitals: ΠΕΡΙΚΟΜΜΑ
Transliteration A: períkomma Transliteration B: perikomma Transliteration C: perikomma Beta Code: peri/komma

English (LSJ)

ατος, τό,    A that which is cut off all round, trimmings, mincemeat, Metag.6.7(pl.), Alex.175, etc.; περικόμματα ἐκ σοῦ σκευάσω Ar.Eq.372, cf. Men.Sam.78.    II = περικοπή II, π. τοῦ καλοῦ Plu. 2.765c.

German (Pape)

[Seite 580] τό, das ringsumher Abgehauene, Kleingehauene, bes. ein Gericht von kleingehacktem Fleisch, χορδαρίου, Ath. III, 95 a u. 96 a aus Alex., vgl. Metagen. ib. VI, 269 f, neben ἀλλᾶντες, komisch übertr., περικόμματα ἐκ σοῦ κατασκευάσω, Ar. Equ. 372, ich haue dich in Kochstücke. – Aber Plut. amat. 19 g. E. braucht es = περικοπή.

Greek (Liddell-Scott)

περίκομμα: τό, τὸ περικοπτόμενον, ἐπὶ κρέατος ὅπερ περικόπτει ὁ μάγειρος ἐκ τοῦ σώματος σφαγέντος ζῴου, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 1, Μεταγένης ἐν «Θουριοπερσαις» 1: περικόμματα ἐκ σοῦ σκευάσω, θὰ κάμω λειανιστὸν κρέας ἐκ τοῦ σώματός σου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 372· - ὑποκορ. περικομμάτιον, αὐτόθι 770, Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθρᾳξιν» 1. 31. ΙΙ. = περικοπὴ ΙΙ, Πλούτ. 2. 765C.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
profil d’une personne.
Étymologie: περί, κόπτω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ περικόπτω
1. μέρος που έχει κοπεί από μια ολότητα, κομματάκι, απόκομμα
2. (κυρίως για κρέας) κομμάτι από το σώμα σφαγμένου ζώου, κοψίδι
3. περικοπή.

Greek Monotonic

περίκομμα: -ατος, τό (περικόπτω), αυτό που περικόβεται, γαρνίρισμα, κρέας ψιλοκομμένο, κιμάς, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

περίκομμα: ατος τό
1) обрезок, кусок: περικόμματα ἔκ τινος κατασκευάζειν Arph. изрубить кого-л. в куски;
2) очерк, контур (π. καὶ εἴδωλον Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίκομμα -ατος, τό [περικόπτω] gehakt:. περικόμματ ’ ἔκ σου σκευάσω ik ga gehakt van je maken Aristoph. Eq. 372.

Middle Liddell

περίκομμα, ατος, τό, περικόπτω
that which is cut off all round, trimmings, mincemeat, Ar.