ἔποικος: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epoikos | |Transliteration C=epoikos | ||
|Beta Code=e)/poikos | |Beta Code=e)/poikos | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense" | |Definition=ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[settler]], [[sojourner]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>9.69</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[stranger]], [[alien]], <span class="bibl">S. <span class="title">El.</span>189</span> (lyr., as fem.), cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>742a</span>, <span class="title">GDI</span>5048 (Crete). </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> more freq., [[colonist]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1307</span>, <span class="title">IG</span>9(1).334.5 (in Locr. form [[ἐπίϝοικος]]), ib.12.397 ; <b class="b3">ἐποίκους πέμπειν, ἀποστέλλειν</b>, <span class="bibl">Th.2.27</span>, <span class="bibl">Isoc.5.6</span> ; esp. of [[additional settlers]], <b class="b3">ἐ. δέχεσθαι, ἐπάγεσθαι</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1303a28</span>,<span class="bibl">37</span> ; λαὸν ἔποικον ἄγοις Call.<span class="title">Aet.Oxy.</span>2080.69, cf.<span class="bibl">Ant.Lib.4.4</span>, al. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[neighbouring]], ἔ. Ἀσίας ἁγνᾶς ἕδος <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>411</span>(lyr.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> Subst. [[neighbour]], <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>506</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:52, 12 December 2020
English (LSJ)
ὁ, A settler, sojourner, Pi.O.9.69. 2 stranger, alien, S. El.189 (lyr., as fem.), cf. Pl.Lg.742a, GDI5048 (Crete). 3 more freq., colonist, Ar.Av.1307, IG9(1).334.5 (in Locr. form ἐπίϝοικος), ib.12.397 ; ἐποίκους πέμπειν, ἀποστέλλειν, Th.2.27, Isoc.5.6 ; esp. of additional settlers, ἐ. δέχεσθαι, ἐπάγεσθαι, Arist.Pol.1303a28,37 ; λαὸν ἔποικον ἄγοις Call.Aet.Oxy.2080.69, cf.Ant.Lib.4.4, al. II neighbouring, ἔ. Ἀσίας ἁγνᾶς ἕδος A.Pr.411(lyr.). 2 Subst. neighbour, S.OC506.
German (Pape)
[Seite 1007] der nach einem schon bewohnten Orte geht u. sich dort niederläßt (ein Haus dazu baut), der Ansiedler, Pind. Ol. 9, 74, wo der Schol. erkl. τοὺς ἐνοικοῦντας ξένους; ἐποίκους ἔπεμψαν Ἀθηναῖοι Thuc. 2, 27; Folgde; ἐποίκους ἀποστέλλειν εἰς χώραν Isocr. 5, 6. Vgl. aber ἄποικος. – Ankömmling, Fremdling, δοῦλος καὶ ἔποικος Plat. Legg. V, 742 a; Soph. El. 182. – Der Anwohnende, Nachbar, Soph. O. C. 507; adj., ἔποικον ἁγνᾶς Ἀσίας ἕδος Aesch. Prom. 409, wenn es nicht allgemeiner "bewohnt" ist.
Greek (Liddell-Scott)
ἔποικος: ὁ, ὁ ἐγκατασταθεὶς μεταξὺ ξένων, Πινδ. Ο. 9. 105· ἐντεῦθεν, ξένος, ἀλλότριος, ὁ μηδὲν δικαίωμα πολιτικὸν κεκτημένος, παραπλήσιον τοῦ μέτοικος, Σοφ. Ἠλ. 189 (ὡς θηλ.), πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 742Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 2602. 2) συνηθέστερον, ὁ ἀπερχόμενος ἢ πεμπόμενός που ὡς μετανάστης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1307· ἐποίκους πέμπειν, ἀποστέλλειν Θουκ. 2. 27 (ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.), Ἰσοκρ. 83C· δέχεσθαι, ἐπάγεσθαι Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 11 καὶ 13· πρβλ. ἄποικος, σύνοικος. ΙΙ. γείτων, γειτονικός, ἐπ. Ἀσίας ἁγνᾶς ἕδος Αἰσχύλ. Πρ. 410· γειτνιάζων, Σοφ. Ο. Κ. 506.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. qui habite auprès, voisin, gén.;
II. qui vient s’établir dans un pays :
1 colon;
2 étranger.
Étymologie: ἐπί, οἶκος.
English (Slater)
ἔποικος
1 colonist, settler υἱὸν δ' Ἄκτορος ἐξόχως τίμασεν ἐποίκων (O. 9.69)
Greek Monolingual
ο (AM ἔποικος, -ον)
1. αυτός που εγκαθίσταται μόνιμα σε ήδη κατοικημένη περιοχή
2. εκείνος που εγκαθίσταται από το κράτος σε απαλλοτριωμένη ή κατακτημένη περιοχή
μσν.
κάτοικος
αρχ.
1. ξένος, αυτός που έρχεται από άλλη χώρα και δεν έχει πολιτικά δικαιώματα («μισθοὺς μισθωτοῑς δούλοις καὶ ἐποίκοις ἀποτίνειν», Πλάτ.)
2. γειτονικός, κοντινός («ὁπόσοι τ’ ἔποικον ἁγνᾱς Ἀσίας ἔδος νέμονται», Αισχύλ.)
3. (για ζώα) ντόπιος
4. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔποικος
γείτονας («ἥν δέ του σπάνιν τιν’ ἴσχης, ἔστ’ ἔποικος ὅς φράσει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οίκος (πρβλ. άποικος < από + οίκος)].
Greek Monotonic
ἔποικος: ὁ,
I. αυτός που έχει εγκατασταθεί μεταξύ ξένων, άποικος, μετανάστης, αλλοεθνής, ξένος, σε Σοφ., Πλάτ.
2. αποικιστής, σε Αριστοφ., Θουκ.
II. ως επίθ., γειτονικός, σε Αισχύλ.· απ' όπου, ως ουσ., γειτονικός, κοντινός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἔποικος: II ὁ
1) поселенец, колонист (ἐποίκους πέμπειν Thuc. или ἀποστέλλειν Isocr.);
2) пришелец, чужеземец Soph., Plat.;
3) живущий рядом, (местный) житель Soph., Plut.
соседний (ἕδος Ἀσίας Aesch.).
Middle Liddell
ἔπ-οικος,
I. one who has settled among strangers, a settler, alien, Soph., Plat.
2. a colonist, Ar., Thuc.
II. as adj. neighbouring, Aesch.: hence again as Subst. a neighbour, one near, Soph.