άσκωμα: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄσκωμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[δερμάτινη]] [[επένδυση]], [[παρεμβολή]] που τοποθετείται στον σκαρμό για εύκολη [[κίνηση]] των κουπιών<br /><b>2.</b> φουσκωμένο [[ασκί]]<br /><b>3.</b> [[φυσερό]]<br /><b>4.</b> ο [[μαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ασκός]] (<b>πρβλ.</b> [[αέτωμα]] <span style="color: red;"><</span> [[αετός]], <i>ύβωμα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ύβος</i> κ.ά.].
|mltxt=[[ἄσκωμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[δερμάτινη]] [[επένδυση]], [[παρεμβολή]] που τοποθετείται στον σκαρμό για εύκολη [[κίνηση]] των κουπιών<br /><b>2.</b> φουσκωμένο [[ασκί]]<br /><b>3.</b> [[φυσερό]]<br /><b>4.</b> ο [[μαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ασκός]] (<b>πρβλ.</b> [[αέτωμα]] <span style="color: red;"><</span> [[αετός]], <i>ύβωμα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ύβος</i> κ.ά.].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄσκωμα, το (Α)
1. δερμάτινη επένδυση, παρεμβολή που τοποθετείται στον σκαρμό για εύκολη κίνηση των κουπιών
2. φουσκωμένο ασκί
3. φυσερό
4. ο μαστός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ασκός (πρβλ. αέτωμα < αετός, ύβωμα < ύβος κ.ά.].