αίσθηση: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[αἴσθησις]]) [[αἰσθάνομαι]]<br /><b>1.</b> η [[αντίληψη]] διά μέσου τών αισθητηρίων οργάνων, η [[ίδια]] η [[λειτουργία]] [[κάθε]] αισθητηρίου οργάνου<br /><b>2.</b> καθεμία από τις [[πέντε]] αισθήσεις, δηλ. τις λειτουργίες με τις οποίες ο [[ανώτερος]] [[οργανισμός]] αντιλαμβάνεται τους ερεθισμούς του περιβάλλοντος ή και του ίδιου του σώματός του<br /><b>3.</b> [[συναίσθηση]], [[επίγνωση]], [[συνείδηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εντύπωση]] και ειδικά η ζωηρή [[εντύπωση]], η [[μεγάλη]] [[απήχηση]]<br /><b>2.</b> [[διαίσθηση]], [[προαίσθηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αισθητήριο]] όργανο, [[έδρα]] αισθήσεως<br /><b>2.</b> νοητική [[ικανότητα]], [[αντίληψη]], [[γνώση]], [[κατανόηση]]<br /><b>3.</b> (με αντικειμ. σημ.) η [[εντύπωση]] που προκαλεί η [[αίσθηση]], το [[αίσθημα]]<br /><b>4.</b> (για το [[κυνήγι]]) [[μυρωδιά]], ίχνη<br /><b>5.</b> «αἰσθήσεις θεῶν», οράματα, ορατή [[παρουσία]] τών θεών<br /><b>6.</b> 7. (για πράγματα) (φρ. που χρησιμεύει ως παθ. του ρ. [[αἰσθάνομαι]]) «αἴσθησιν ἔχω ἢ [[παρέχω]]» [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ἔχω αἴσθησίν τινος», [[αισθάνομαι]] [[κάτι]]<br />«παρεχω αἴσθησίν τινος», [[παρέχω]] τα [[μέσα]] για την παρατήρησή του.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η (Α [[αἴσθησις]]) [[αἰσθάνομαι]]<br /><b>1.</b> η [[αντίληψη]] διά μέσου τών αισθητηρίων οργάνων, η [[ίδια]] η [[λειτουργία]] [[κάθε]] αισθητηρίου οργάνου<br /><b>2.</b> καθεμία από τις [[πέντε]] αισθήσεις, δηλ. τις λειτουργίες με τις οποίες ο [[ανώτερος]] [[οργανισμός]] αντιλαμβάνεται τους ερεθισμούς του περιβάλλοντος ή και του ίδιου του σώματός του<br /><b>3.</b> [[συναίσθηση]], [[επίγνωση]], [[συνείδηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εντύπωση]] και ειδικά η ζωηρή [[εντύπωση]], η [[μεγάλη]] [[απήχηση]]<br /><b>2.</b> [[διαίσθηση]], [[προαίσθηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αισθητήριο]] όργανο, [[έδρα]] αισθήσεως<br /><b>2.</b> νοητική [[ικανότητα]], [[αντίληψη]], [[γνώση]], [[κατανόηση]]<br /><b>3.</b> (με αντικειμ. σημ.) η [[εντύπωση]] που προκαλεί η [[αίσθηση]], το [[αίσθημα]]<br /><b>4.</b> (για το [[κυνήγι]]) [[μυρωδιά]], ίχνη<br /><b>5.</b> «αἰσθήσεις θεῶν», οράματα, ορατή [[παρουσία]] τών θεών<br /><b>6.</b> 7. (για πράγματα) (φρ. που χρησιμεύει ως παθ. του ρ. [[αἰσθάνομαι]]) «αἴσθησιν ἔχω ἢ [[παρέχω]]» [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ἔχω αἴσθησίν τινος», [[αισθάνομαι]] [[κάτι]]<br />«παρεχω αἴσθησίν τινος», [[παρέχω]] τα [[μέσα]] για την παρατήρησή του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἰσθάνομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αισθησιακός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αισθησιαρχία]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:05, 29 December 2020
Greek Monolingual
η (Α αἴσθησις) αἰσθάνομαι
1. η αντίληψη διά μέσου τών αισθητηρίων οργάνων, η ίδια η λειτουργία κάθε αισθητηρίου οργάνου
2. καθεμία από τις πέντε αισθήσεις, δηλ. τις λειτουργίες με τις οποίες ο ανώτερος οργανισμός αντιλαμβάνεται τους ερεθισμούς του περιβάλλοντος ή και του ίδιου του σώματός του
3. συναίσθηση, επίγνωση, συνείδηση
νεοελλ.
1. εντύπωση και ειδικά η ζωηρή εντύπωση, η μεγάλη απήχηση
2. διαίσθηση, προαίσθηση
αρχ.
1. αισθητήριο όργανο, έδρα αισθήσεως
2. νοητική ικανότητα, αντίληψη, γνώση, κατανόηση
3. (με αντικειμ. σημ.) η εντύπωση που προκαλεί η αίσθηση, το αίσθημα
4. (για το κυνήγι) μυρωδιά, ίχνη
5. «αἰσθήσεις θεῶν», οράματα, ορατή παρουσία τών θεών
6. 7. (για πράγματα) (φρ. που χρησιμεύει ως παθ. του ρ. αἰσθάνομαι) «αἴσθησιν ἔχω ἢ παρέχω» γίνομαι αντιληπτός
8. φρ. «ἔχω αἴσθησίν τινος», αισθάνομαι κάτι
«παρεχω αἴσθησίν τινος», παρέχω τα μέσα για την παρατήρησή του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰσθάνομαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αισθησιακός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αισθησιαρχία].