διαδατέομαι: Difference between revisions

From LSJ

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diadateomai
|Transliteration C=diadateomai
|Beta Code=diadate/omai
|Beta Code=diadate/omai
|Definition=aor. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> διεδασάμην Pi. (v. infr.): </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">1</span> in reciprocal sense, [[divide among themselves]], διὰ κτῆσιν δατέοντο <span class="bibl">Il.5.158</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span> 606</span>, cf. <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>1.51</span>; δ. τὴν ληΐην <span class="bibl">Hdt.8.121</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> in act.sense, [[divide]], [[distribute]], <b class="b3">διὰ παῦρα δασάσκετο</b> (Ion. iterative form) <span class="bibl">Il.9.333</span>; <b class="b3">ἐς φυλὰς διεδάσαντο</b> [[distributed]] them among the tribes, <span class="bibl">Hdt.4.145</span>:— Pass., to [[be divided]], γῆς διαδατουμένης <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>1.1</span>.</span>
|Definition=aor. <span class="sense"><span class="bld">A</span> διεδασάμην Pi. (v. infr.): </span><span class="sense"><span class="bld">1</span> in reciprocal sense, [[divide among themselves]], διὰ κτῆσιν δατέοντο <span class="bibl">Il.5.158</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span> 606</span>, cf. <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>1.51</span>; δ. τὴν ληΐην <span class="bibl">Hdt.8.121</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> in act.sense, [[divide]], [[distribute]], <b class="b3">διὰ παῦρα δασάσκετο</b> (Ion. iterative form) <span class="bibl">Il.9.333</span>; <b class="b3">ἐς φυλὰς διεδάσαντο</b> [[distributed]] them among the tribes, <span class="bibl">Hdt.4.145</span>:— Pass., to [[be divided]], γῆς διαδατουμένης <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>1.1</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 00:15, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδᾰτέομαι Medium diacritics: διαδατέομαι Low diacritics: διαδατέομαι Capitals: ΔΙΑΔΑΤΕΟΜΑΙ
Transliteration A: diadatéomai Transliteration B: diadateomai Transliteration C: diadateomai Beta Code: diadate/omai

English (LSJ)

aor. A διεδασάμην Pi. (v. infr.): 1 in reciprocal sense, divide among themselves, διὰ κτῆσιν δατέοντο Il.5.158, Hes.Th. 606, cf. Pi.O.1.51; δ. τὴν ληΐην Hdt.8.121. 2 in act.sense, divide, distribute, διὰ παῦρα δασάσκετο (Ion. iterative form) Il.9.333; ἐς φυλὰς διεδάσαντο distributed them among the tribes, Hdt.4.145:— Pass., to be divided, γῆς διαδατουμένης App.BC1.1.

German (Pape)

[Seite 575] (s. δατέομαι), vertheilen, unter sich vertheilen; Homer in tmesi Iliad. 5, 158 χηρωσταὶ δὲ διὰ κτῆσιν δατέοντο; Hesiod. Th. 606 ἀποφθιμένου δὲ διὰ κτῆσιν δατέονται χηρωσταί – Bei Appian. B. C. 1, 1 ist γῆς διαδατουμένης passiv. – Vgl. διαδαίω.

Greek (Liddell-Scott)

διαδᾰτέομαι: ἀόρ. διαδάσασθαι, ἀποθ. 1) ἐπὶ ἐννοίας ἀμοιβαιότητος, μοιραζόμεθα πρὸς ἀλλήλους, διὰ κτῆσιν δατέοντο Ἰλ. Ε. 158, Ἡσ. Θ. 606. 2) ἐπὶ ἐνεργ. ἐννοίας, διαχωρίζω, χωρίζω, μοιράζω, διὰ παῦρα δασάσκετο (Ἰων. ἀντὶ ἐδάσατο) Ἰλ. Ι. 333, πρβλ. Πίνδ. Ο. 1. 8, κτλ.· διεδάσαντο τὴν ληΐην Ἡρόδ. 8. 121· ἐς φυλὰς διεδάσαντο, διένειμαν αὐτοὺς εἰς τὰς φυλάς, ὁ αὐτ. 4. 145. ― Παθ., διαιροῦμαι, γῆς διαδατουμένης Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 1.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
être partagé.
Étymologie: διά, δατέομαι.

English (Slater)

διαδᾰτέομαι
   1 divide up (for, to oneself) c. acc. of that which is divided out: ἀπά- τερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας (Meineke: μοῖραν codd.) (O. 7.75) c. gen. of that from which the division is made: τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτατα κρεῶν σέθεν διεδάσαντο καὶ φάγον (O. 1.50)

Spanish (DGE)

(διαδᾰτέομαι)
• Morfología: [gener. aor. poét. διεδάσσ- Hes.Th.544, 885, Pi.O.7.75 (tm.), AP 14.118 (Metrod.), διεδάσαντο Pi.O.1.51, Hdt.8.121, iter. διαδασάσκετο Il.9.333 (tm.)]
1 repartir διὰ παῦρα δασάσκετο Il.l.c., μοίρας Hes.Th.544, τιμάς Hes.Th.885, τὴν ληίην Hdt.l.c., cf. SEG 41.537 (Tesalia V a.C.), τοὺς Μινύας ... ἐς φυλάς Hdt.4.145, en v. pas. γῆς διαδατουμένης App.BC 1.1
repartirse διὰ κτῆσιν δατέοντο Il.5.158, cf. Hes.Th.606, κρεῶν Pi.O.1.51, ὀστέα τε σάρκας Q.S.8.144.
2 dividir διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι Pi.O.7.75
hacer el cómputo, establecer ἁλὸς διὰ μέτρα δάσαντο han establecido las medidas del mar Opp.H.1.11.

Greek Monolingual

διαδατέομαι (Α) διατέομαι
1. μοιράζομαι μαζί με άλλους
2. διαχωρίζω, μοιράζω.

Greek Monotonic

διαδᾰτέομαι: αόρ. αʹ -δάσασθαι, αποθ.:
1. με αλληλοπαθητική σημασία, μοιραζόμαστε ανάμεσά μας, μεταξύ μας, διὰ κτῆσιν δατέοντο, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
2. με Ενεργ. σημασία, μοιράζω, διανέμω, διὰ παῦρα δασάσκετο (Ιων. αντί ἐδάσατο), σε Ομήρ. Ιλ.· διεδάσαντο τὴν ληΐην, σε Ηρόδ.· ἐς φυλὰς διεδάσαντο, διένειμαν αυτούς στις φυλές, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

διαδᾰτέομαι: Hom. - in tmesi Hes., Pind. = διαδαίομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-δατέομαι vaak in tmesis; ep. aor. 2 sing. διεδάσσαο, 3 sing. διεδάσσατο, iterat. 3 sing. διά... δασάσκετο onder elkaar verdelen:; διὰ κτῆσιν δατέοντο zij verdeelden zijn bezit onder elkaar Il. 5.158; alg. verdelen:; διὰ παῦρα δασάσκετο hij verdeelde maar weinig Il. 9.333; met gen. partit.: κρεῶν σέθεν διεδάσαντο zij hebben porties van uw vlees gemaakt Pind. Ol. 1.51.

Middle Liddell

aor1 -δάσασθαι
Dep.:
1. in reciprocal sense, to divide among themselves, διὰ κτῆσιν δατέοντο Il., Hes.
2. in act. sense, to divide, distribute, διὰ παῦρα δασάσκετο (ionic for ἐδάσατὀ, Il.; διεδάσαντο τὴν ληΐην Hdt.; ἐς φυλὰς διεδάσαντο distributed them among the tribes, Hdt.