οἴκτιστος: Difference between revisions

From LSJ

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oiktistos
|Transliteration C=oiktistos
|Beta Code=oi)/ktistos
|Beta Code=oi)/ktistos
|Definition=η, ον, irreg. Sup. of [[οἰκτρός]], <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> most [[pitiable]], most [[lamentable]], [[pathetic]], οἴ… δειλοῖσι βροτοῖσιν <span class="bibl">Il.22.76</span> ; θάνον οἰ. θανάτῳ <span class="bibl">Od.11.412</span> ; Ἀτθίσιν οἰκτίστη, σὸν φάος, Ἠριγόνη <span class="bibl">Call.<span class="title">Aet.</span>1.1.4</span> ; οἴ. δὴ κεῖνο ἴδον <span class="bibl">Od.12.258</span> ; οἴ. ἔλεγοι <span class="bibl">A.R.2.782</span> : neut. pl. [[οἴκτιστα]] as Adv., <span class="bibl">Od.22.472</span> : also in late Prose, <span class="bibl">Onos.42.21</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Anach.</span>11</span>. Adv. -τως <span class="bibl">Phalar.<span class="title">Ep.</span>96</span>.</span>
|Definition=η, ον, irreg. Sup. of [[οἰκτρός]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> most [[pitiable]], most [[lamentable]], [[pathetic]], οἴ… δειλοῖσι βροτοῖσιν <span class="bibl">Il.22.76</span> ; θάνον οἰ. θανάτῳ <span class="bibl">Od.11.412</span> ; Ἀτθίσιν οἰκτίστη, σὸν φάος, Ἠριγόνη <span class="bibl">Call.<span class="title">Aet.</span>1.1.4</span> ; οἴ. δὴ κεῖνο ἴδον <span class="bibl">Od.12.258</span> ; οἴ. ἔλεγοι <span class="bibl">A.R.2.782</span> : neut. pl. [[οἴκτιστα]] as Adv., <span class="bibl">Od.22.472</span> : also in late Prose, <span class="bibl">Onos.42.21</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Anach.</span>11</span>. Adv. -τως <span class="bibl">Phalar.<span class="title">Ep.</span>96</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 16:25, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴκτιστος Medium diacritics: οἴκτιστος Low diacritics: οίκτιστος Capitals: ΟΙΚΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: oíktistos Transliteration B: oiktistos Transliteration C: oiktistos Beta Code: oi)/ktistos

English (LSJ)

η, ον, irreg. Sup. of οἰκτρός, A most pitiable, most lamentable, pathetic, οἴ… δειλοῖσι βροτοῖσιν Il.22.76 ; θάνον οἰ. θανάτῳ Od.11.412 ; Ἀτθίσιν οἰκτίστη, σὸν φάος, Ἠριγόνη Call.Aet.1.1.4 ; οἴ. δὴ κεῖνο ἴδον Od.12.258 ; οἴ. ἔλεγοι A.R.2.782 : neut. pl. οἴκτιστα as Adv., Od.22.472 : also in late Prose, Onos.42.21, Luc.Anach.11. Adv. -τως Phalar.Ep.96.

Greek (Liddell-Scott)

οἴκτιστος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθ. τοῦ οἰκτρός, ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ αἴσχιστος, ἔχθιστος, κύδιστος, οἰκτρότατος, πλείστου οἴκτου ἄξιος, οἴκτιστον ... δειλοῖσι βροτοῖσιν Ἰλ. Χ. 76. θάνον οἰκτίστῳ θανάτῳ Ὀδ. Λ. 412· οἴκτιστον δὴ κεῖνο ἴδον Μ. 258· οἰκτ. ἔλεγοι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 782· - οὐδ. πληθ. οἴκτιστα ὡς ἐπίρρ., Ὀδ. Χ. 472· - ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Λουκ. Ἀνάχ. 11· ἐπίρρ. οἰκτίστως Φάλαρ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
très digne de pitié, lamentable ; adv. • οἴκτιστα OD de la manière la plus lamentable.
Étymologie: οἰκτίζω.

English (Autenrieth)

see οἰκτρός.

Greek Monolingual

οἴκτιστος, -ίστη, -ον (Α)
1. άξιος πολύ μεγάλου οίκτου, πάρα πολύ αξιοθρήνητος («οἰκτίστοις ἐλέγοισιν ὀδύρεται», Απολλ. Ρόδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) οἴκτιστα
με πάρα πολύ οίκτο.
επίρρ...
οἰκτίστως (Α)
με οίκτιστο τρόπο, με πάρα πολύ οίκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος υπερθ. του επιθ. οἰκτρός (σχηματισμένος από το θ. της λ. οἶκτος) + κατάλ. -ιστος (πρβλ. αἰσχ-ιστος < αἰσχρός, ἔχθ-ιστος < ἐχθρός)].

Greek Monotonic

οἴκτιστος: -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του οἰκτρός (πρβλ. αἰσχρός, αἴσχιστος), πλέον αξιολύπητος, αξιοθρήνητος, σε Όμηρ.· ουδ. πληθ. οἴκτιστα, ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

οἴκτιστος: [superl. к οἶκτος крайне жалкий, несчастный, ужасный (ὄλεθρος, θάνατος Hom.).

Middle Liddell

οἴκτιστος, η, ον [irreg. Sup. of οἰκτρός (cf. αἰσχρός, αἴσχιστος)]
most pitiable, lamentable, Hom.:—neut. pl. οἴκτιστα as adv., Od.