περιηγητής: Difference between revisions
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periigitis | |Transliteration C=periigitis | ||
|Beta Code=perihghth/s | |Beta Code=perihghth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"> | |Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one who guides strangers]], [[cicerone]], π. καὶ ἀρχιατρός <span class="title">IG</span>4.723 (Hermione), cf.3.1335, Plu.2.675e, Luc.<span class="title">VH</span>2.31; at Delphi, Plu.2.395a (pl.), etc.; <b class="b3">ὁ π. τῆς εἰκόνος</b> [[the man who explains]] it, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cal.</span>5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[author of geographical descriptions]], as Dionysius <b class="b3">ὁ περιηγητής</b>; also of Polemo, <span class="bibl">Ath.5.210a</span>, cf. <span class="bibl">Plu. <span class="title">Them.</span> 32</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:04, 30 December 2020
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who guides strangers, cicerone, π. καὶ ἀρχιατρός IG4.723 (Hermione), cf.3.1335, Plu.2.675e, Luc.VH2.31; at Delphi, Plu.2.395a (pl.), etc.; ὁ π. τῆς εἰκόνος the man who explains it, Luc.Cal.5. II author of geographical descriptions, as Dionysius ὁ περιηγητής; also of Polemo, Ath.5.210a, cf. Plu. Them. 32.
German (Pape)
[Seite 576] ὁ, der Herumführende, bes. der Fremde herumführt, ihnen die Merkwürdigkeiten des Ortes zeigt, Plut. de Pyth. or. 2 u. öfter. Daher der Erzähler, bes. der die Merkwürdigkeiten der Völker und Länder beschreibt, wie Διονύσιος ὁ περιηγητής, Sp., Luc. V. H. 2, 31 Calumn. 5.
Greek (Liddell-Scott)
περιηγητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὁδηγῶν τοὺς ξένους καὶ δεικνύων εἰς αὐτοὺς τὰ ἄξια θέας, ξεναγός, Συλλ. Ἐπιγρ. 1228, Πλούτ. 2. 675D· ἐν Δελφοῖς = ἐξηγητής, ὁ αὐτ. 395Α, 396C, κτλ.· ὁ π. τῆς εἰκόνος, ὁ ἑρμηνεύων αὐτήν, Λουκ. περὶ Διαβολ. 5· ὁ διὰ βίου π., ὁ ὁδηγός τινος δι’ ὅλης τῆς ζωῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 2. ΙΙ. ὁ περιγράφων γεωγραφικῶς τὰ καθέκαστα, οἷον Διονύσιος ὁ περιηγητής, πρβλ. Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 31, Ἀθήν. 210Α, κτλ.· ἴδε περιήγησις ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui conduit autour :
1 guide;
2 qui décrit en détail ; qui explique, gén..
Étymologie: περιηγέομαι.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και θηλ. περιηγήτρια Ν περιηγούμαι
νεοελλ.
αυτός που ταξιδεύει σε διάφορα μέρη για να επισκεφθεί τα αξιοθέατα και να γνωρίσει τον τρόπο ζωής τών κατοίκων τους, ο τουρίστας
αρχ.
1. αυτός που οδηγεί τους ξένους στα διάφορα σημεία ενός χώρου ή ενός τόπου και τους δείχνει τα αξιοθέατα, ο ξεναγός
2. συγγραφέας γεωγραφικής περιγραφής.
Greek Monotonic
περιηγητής: -οῦ, ὁ (περιηγέομαι), αυτός που οδηγεί τους ξένους τριγύρω και τους παρουσιάζει τα αξιοθέατα, ξεναγός, παρουσιαστής, σε Λουκ.· αυτός που περιγράφει γεωγραφικές λεπτομέρειες, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
περιηγητής: οῦ ὁ
1) проводник, гид Plut., Luc.;
2) описыватель, объяснитель (τῆς εἰκόνος Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιηγητής -οῦ, ὁ [περιάγω] rondleider, gids; Luc. 14.31; uitlegger:; ὁ περιηγητὴς τῆς εἰκόνος de uitlegger van het schilderij Luc. 15.5; spec. schrijver van een reisboek. Plut. Them. 32.5.
Middle Liddell
περιηγητής, οῦ, ὁ, περιηγέομαι
one who guides strangers about and shews what is worth notice, a cicerone, showman, Luc.:— a describer of geographical details, Luc.