πνιγμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pnigmos
|Transliteration C=pnigmos
|Beta Code=pnigmo/s
|Beta Code=pnigmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[choking]], [[suffocation]], <span class="bibl">Hp. <span class="title">Coac.</span>61</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>514a6</span>, <span class="bibl"><span class="title">PA</span>664b31</span> (pl.), <span class="bibl">Anaxandr.33.8</span>; of weeds, <b class="b3">παρέχει π. αὐτῷ [τῷ σίτῳ</b>] <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>17.12</span>; [[crushing]], of a crowd, <span class="bibl">Plb. 4.58.9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[stifling heat]], Men.Rh.<span class="bibl">p.351S.</span> (pl.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[stewing]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Ign.</span>24</span>.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[choking]], [[suffocation]], <span class="bibl">Hp. <span class="title">Coac.</span>61</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>514a6</span>, <span class="bibl"><span class="title">PA</span>664b31</span> (pl.), <span class="bibl">Anaxandr.33.8</span>; of weeds, <b class="b3">παρέχει π. αὐτῷ [τῷ σίτῳ</b>] <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>17.12</span>; [[crushing]], of a crowd, <span class="bibl">Plb. 4.58.9</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[stifling heat]], Men.Rh.<span class="bibl">p.351S.</span> (pl.). </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[stewing]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Ign.</span>24</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:40, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνῑγμός Medium diacritics: πνιγμός Low diacritics: πνιγμός Capitals: ΠΝΙΓΜΟΣ
Transliteration A: pnigmós Transliteration B: pnigmos Transliteration C: pnigmos Beta Code: pnigmo/s

English (LSJ)

ὁ, A choking, suffocation, Hp. Coac.61, Arist.HA514a6, PA664b31 (pl.), Anaxandr.33.8; of weeds, παρέχει π. αὐτῷ [τῷ σίτῳ] X.Oec.17.12; crushing, of a crowd, Plb. 4.58.9. 2 stifling heat, Men.Rh.p.351S. (pl.). 3 stewing, Thphr.Ign.24.

German (Pape)

[Seite 641] ὁ, das Ersticken, Erwürgen; Hippocr.; Xen. Oec. 7, 12; Arist. H. A. 3, 3; ἐν τῷ περὶ τὰς πύλας ὠθισμῷ καὶ πνιγμῷ διεφθάρη, Pol. 4, 58, 9; stickende Hitze, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πνιγμός: ὁ, (πνίγω) πνίξιμον, τὸ πνίγειν ἢ πνίγεσθαι, δυσκολία περὶ τὴν ἀναπνοήν, κώλυσις ἢ διακοπὴ αὐτῆς, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 125, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 19, π. Ζ. Μορ. 3. 3, 6· ἐπὶ βοτανῶν ἀγρίων ἢ ζιζανίων, παρέχει πνιγμὸν αὐτῷ [τῷ σίτῳ] Ξεν. Οἰκ. 17. 12. 2) πνιγηρὰ θερμότης, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 14. 3) πνιγηρὸν αἴσθημα, διὰ τοῦτο δὲ καὶ τὸν πνιγμὸν ποιεῖ τοῖς ἐργαζομένοις ὁ ἀὴρ ὅτι παχύς τε καὶ ἠρεμῶν Θεόφρ. π. Πυρ. 24.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
étouffement, suffocation.
Étymologie: πνίγω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και πνιχμός Α πνίγω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πνίγω, θάνατος προερχόμενος από παρεμπόδιση της αναπνοής, πνιγμονή (α. «και τρέχει πάντα στον πνιγμό δίχως βοήθειαν άλλη», Ερωτόκρ.
β. «ἐάν δέ... προσφερομένης τῆς τροφῆς ἀναπνεύσῃ τις βῆχας καὶ πνιγμοὺς ποιεῑ», Αριστοτ.)
2. ασφυξία που προκαλείται από τον συνωστισμό πλήθους
3. (σχετικά με άγρια βότανα ή ζιζάνια) η καταστροφή, η εξόντωση
νεοελλ.
ιατρ. ασφυξία από βύθιση σε ένα υγρό, συνήθως νερό, το οποίο, φράσσοντας το στόμα και τη μύτη του θύματος, διακόπτει την παροχή οξυγόνου στο σώμα
αρχ.
1. αποπνικτική ζέστη, καύσωνας
2. παρασκευή φαγητού, μαγείρεμα.

Greek Monotonic

πνιγμός: ὁ (πνίγω), πνίξιμο ή πνιγμός, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πνιγμός -οῦ, ὁ [πνίγω] verstikking.

Russian (Dvoretsky)

πνιγμός: ὁ Xen., Arst., Polyb. = πνῖγμα.

Middle Liddell

πνιγμός, οῦ, ὁ, πνίγω
a choking or being choked, Xen.