Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιψεύδομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιψεύδομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> λέω κι άλλα ψέματα<br />(«χαλεπὸν δὲ εὑρεῑν [[ὅπου]] οὐχὶ καὶ ἐπιψεύδονται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[παραμορφώνω]], [[διαστρεβλώνω]] («καὶ τὸν ἀριθμόν τῶν ἀποθανόντων ἐπιψευσάμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πλάθω]], [[επινοώ]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[εξαπατώ]] κάποιον<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπιψεύδομαι]] τί τινι» [[αποδίδω]] [[κάτι]] ψεύτικα σε κάποιον.
|mltxt=[[ἐπιψεύδομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> λέω κι άλλα ψέματα<br />(«χαλεπὸν δὲ εὑρεῖν [[ὅπου]] οὐχὶ καὶ ἐπιψεύδονται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[παραμορφώνω]], [[διαστρεβλώνω]] («καὶ τὸν ἀριθμόν τῶν ἀποθανόντων ἐπιψευσάμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πλάθω]], [[επινοώ]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[εξαπατώ]] κάποιον<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπιψεύδομαι]] τί τινι» [[αποδίδω]] [[κάτι]] ψεύτικα σε κάποιον.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:28, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιψεύδομαι Medium diacritics: ἐπιψεύδομαι Low diacritics: επιψεύδομαι Capitals: ΕΠΙΨΕΥΔΟΜΑΙ
Transliteration A: epipseúdomai Transliteration B: epipseudomai Transliteration C: epipseydomai Beta Code: e)piyeu/domai

English (LSJ)

A lie still more, X.Hier.2.16. II attribute falsely, τι θεοῖσιν A.R.3.381, cf.Ph.2.319, Plu.Mar.16, Luc.Tox.42. III falsify a number, Plu.Flam.9 ; ὄνομα call by a wrong name, Ph.2.398 ; feign, συμφοράν J.AJ18.6.8. IV deceive, τινα Herod.6.46.

German (Pape)

[Seite 1006] dazu, dabei lügen, Xen. Hier. 2, 16; τί, Plut. Flamin. 9 u. a. Sp.; τινί τι, Einem Etwas andichten, Luc. Tox. 42; Ap. Rh. 3, 381.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιψεύδομαι: Ἀποθ., ψεύδομαι ἐπί τινι, Ξεν. Ἰέρων 2, 16, Λουκ. π. Εἰκ. 20. ΙΙ. ἀποδίδω ψεῦδος εἴς τινα, τί τινι ὁ αὐτ. ἐν Τοξ. 42. ΙΙΙ. παραμορφώνω, τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀποθανόντων ἐπιψευσάμενος Πλουτ. Φλαμιν. 9.

French (Bailly abrégé)

1 mentir encore plus;
2 falsifier un nombre;
3 attribuer faussement : τί τινι qch à qqn.
Étymologie: ἐπί, ψεύδω.

Greek Monolingual

ἐπιψεύδομαι (Α)
1. λέω κι άλλα ψέματα
(«χαλεπὸν δὲ εὑρεῖν ὅπου οὐχὶ καὶ ἐπιψεύδονται», Ξεν.)
2. παραμορφώνω, διαστρεβλώνω («καὶ τὸν ἀριθμόν τῶν ἀποθανόντων ἐπιψευσάμενος», Πλούτ.)
3. πλάθω, επινοώ κάτι
4. εξαπατώ κάποιον
5. φρ. «ἐπιψεύδομαι τί τινι» αποδίδω κάτι ψεύτικα σε κάποιον.

Greek Monotonic

ἐπιψεύδομαι:I. αποθ., εξακολουθώ να ψεύδομαι, ψεύδομαι επιπλέον ή ασύστολα, σε Ξεν.
II. αποδίδω κάτι ανακριβές σε, τί τινι, σε Λουκ.
III. παραποιώ, νοθεύω έναν αριθμό, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιψεύδομαι:
1) привирать, приукрашивать ложью, преувеличивать Xen. (πολλά Plut.);
2) ложно приписывать (τί τινι Luc.);
3) искажать, фальсифицировать (τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀποθανόντων Plut.).

Middle Liddell


Dep.
I. to lie still more, Xen.
II. to attribute falsehood to, τί τινι Luc.
III. to falsify a number, Plut.