συγκαταζεύγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συνδέω]] με γάμο, [[παντρεύω]] («τοὺς ἀγάμους... ζημίαις ἀπειλοῦντα συγκαταζεῡξαι ταῑς χηρευούσαις γυναιξί», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συγκαταζεύγνυμαι</i><br /><b>μτφ.</b> [[δένω]] τη ζωή μου με [[κάτι]] («ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταζεύγνυμι]] «[[ζεύω]] [[μαζί]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συνδέω]] με γάμο, [[παντρεύω]] («τοὺς ἀγάμους... ζημίαις ἀπειλοῦντα συγκαταζεῡξαι ταῖς χηρευούσαις γυναιξί», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συγκαταζεύγνυμαι</i><br /><b>μτφ.</b> [[δένω]] τη ζωή μου με [[κάτι]] («ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταζεύγνυμι]] «[[ζεύω]] [[μαζί]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:55, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταζεύγνῡμι Medium diacritics: συγκαταζεύγνυμι Low diacritics: συγκαταζεύγνυμι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: synkatazeúgnymi Transliteration B: synkatazeugnymi Transliteration C: sygkatazeygnymi Beta Code: sugkatazeu/gnumi

English (LSJ)

A yoke together, join in marriage, τινά τινι Plu.Cam.2, cf. Sor.1.34:—Pass., ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ has become a yoke-fellow with misery, S.Aj.123; cf. συγκεράννυμι.

German (Pape)

[Seite 964] (s. ζεύγνυμι), mit einander od. zusammen verbinden; ὁθούνεκ' ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ, Soph. Ai. 123, Einen ans Unglück fesseln; bes. von der Ehe, τοὺς ἀγάμους ταῖς χηρευούσαις γυναιξί, Plut. Camill. 2; Luc. Tox. 25.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταζεύγνῡμι: μέλλ. -ξω, συζευγνύω, συνδέω, εἰς γάμον, τινά τινι Πλουτ. Κάμιλλ. 2. - Παθ., ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ, συνέζευκται δεινῇ ἄτῃ, εἶναι συνεζευγμένος μετὰ δεινῆς δυστυχίας, Σοφ. Αἴ. 123· πρβλ. συγκεράννυμι.

French (Bailly abrégé)

unir : τινά τινι une personne à une autre.
Étymologie: σύν, καταζεύγνυμι.

Greek Monolingual

Α
1. συνδέω με γάμο, παντρεύω («τοὺς ἀγάμους... ζημίαις ἀπειλοῦντα συγκαταζεῡξαι ταῖς χηρευούσαις γυναιξί», Πλούτ.)
2. μέσ. συγκαταζεύγνυμαι
μτφ. δένω τη ζωή μου με κάτι («ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταζεύγνυμι «ζεύω μαζί»].

Greek Monotonic

συγκαταζεύγνῡμι: μέλ. -ξω, ζεύω, δένω μαζί με, παντρεύω κάποιον, τινά τινι, σε Πλούτ. — Παθ., ἄτῃ συγκατέζευκται, έχει δεθεί στενά, έχει παντρευτεί τη δυστυχία του, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταζεύγνῡμι: сопрягать, сочетать браком (τινά τινι Plut., Luc.): ἄτῃ συγκαταζευχθῆναι κακῇ Soph. быть обреченным на несчастье.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καταζεύγνυμι samen onder een juk brengen verbinden met, binden aan, pass. met dat.. Soph. Ai. 123. in een huwelijk verbinden met, met acc. en dat.. Plut. Cam. 2.4.

Middle Liddell

fut. ξω
to yoke together, join in marriage, τινά τινι Plut.:—Pass., ἄτῃ συγκατέζευκται has become a yoke-fellow with misery, Soph.