ραχία: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και ιων. τ. [[ῥηχίη]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[θάλασσα]] που φουσκώνει και σπάει στην [[ακτή]] (α. «[[ῥηχίη]] δ' ἐν αὐτῷ καὶ [[ἄμπωτις]] ἀνὰ πᾱσαν ἡμέρην γίνεται», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «αἴτιον δὲ λέγουσι Ποτιδαιῆται τῆς ῥηχίης και τῆς πλημμυρίδος καὶ τοῦ Περσικοῡ πάθεος [[γενέσθαι]]», Ηρόδ)<br /><b>2.</b> ο [[συνεχής]] [[χτύπος]] τών κυμάτων στην [[ακτή]], ο [[ρόχθος]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με όχλο) [[θόρυβος]], [[πάταγος]], [[οχλοβοή]] (α. «ραχίαν | |mltxt=<b>(I)</b><br />και ιων. τ. [[ῥηχίη]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[θάλασσα]] που φουσκώνει και σπάει στην [[ακτή]] (α. «[[ῥηχίη]] δ' ἐν αὐτῷ καὶ [[ἄμπωτις]] ἀνὰ πᾱσαν ἡμέρην γίνεται», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «αἴτιον δὲ λέγουσι Ποτιδαιῆται τῆς ῥηχίης και τῆς πλημμυρίδος καὶ τοῦ Περσικοῡ πάθεος [[γενέσθαι]]», Ηρόδ)<br /><b>2.</b> ο [[συνεχής]] [[χτύπος]] τών κυμάτων στην [[ακτή]], ο [[ρόχθος]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με όχλο) [[θόρυβος]], [[πάταγος]], [[οχλοβοή]] (α. «ραχίαν ποιοῦν | ||
τος ἐν δήμῳ καὶ ψόφον», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ὄχλου τοιούτου ῥαχίαν ἠθροισμένην», Ποσειδ.)<br /><b>4.</b> απότομη, [[βραχώδης]] [[ακτή]], στην οποία σπάζουν τα κύματα<br />(α. «ῥαχίαι ἁλίστονοι», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ῥαχίαις ἀλιμένοις παραβαλών», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ακτή]], [[παραλία]]<br /><b>6.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ῥαχίας λαλίστερος» — πιο [[φαφλατάς]] κι από φουσκωμένη [[θάλασσα]], [[πολυλογάς]], [[φλύαρος]] <b>(Διογ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ῥαχία]] συνδέεται με το ρ. <i>ῥᾱσσω</i> / <i>ῥᾱττω</i> «[[χτυπώ]], [[προσκρούω]]» και έχει σχηματιστεί [[είτε]] απευθείας από το θ. του ρ. [[ῥάσσω]] (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Fράχ</i>-<i>jω</i>, <b>βλ. λ.</b> [[ράσσω]]) με κατάλ. -<i>ία</i> [[είτε]] μέσω ενός αμάρτυρου ονόματος <i>ῥᾶχος</i> «[[χτύπημα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>οἰκ</i>-<i>ία</i>: [[οἶκος]], [[ἀντλία]]: [[ἄντλος]])].<br /> <b>(II)</b><br />ἡ, Α·1. [[ράχη]] βουνού ή λόφου<br /><b>2.</b> το [[κάτω]] [[μέρος]] της ράχης, της ραχοκοκκαλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάχις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. θηλ. -<i>ία</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 27 March 2021
Greek Monolingual
(I)
και ιων. τ. ῥηχίη, ἡ, Α
1. η θάλασσα που φουσκώνει και σπάει στην ακτή (α. «ῥηχίη δ' ἐν αὐτῷ καὶ ἄμπωτις ἀνὰ πᾱσαν ἡμέρην γίνεται», Ηρόδ.
β. «αἴτιον δὲ λέγουσι Ποτιδαιῆται τῆς ῥηχίης και τῆς πλημμυρίδος καὶ τοῦ Περσικοῡ πάθεος γενέσθαι», Ηρόδ)
2. ο συνεχής χτύπος τών κυμάτων στην ακτή, ο ρόχθος
3. (σχετικά με όχλο) θόρυβος, πάταγος, οχλοβοή (α. «ραχίαν ποιοῦν
τος ἐν δήμῳ καὶ ψόφον», Πλούτ.
β. «ὄχλου τοιούτου ῥαχίαν ἠθροισμένην», Ποσειδ.)
4. απότομη, βραχώδης ακτή, στην οποία σπάζουν τα κύματα
(α. «ῥαχίαι ἁλίστονοι», Αισχύλ.
β. «ῥαχίαις ἀλιμένοις παραβαλών», Στράβ.)
5. ακτή, παραλία
6. παροιμ. φρ. «ῥαχίας λαλίστερος» — πιο φαφλατάς κι από φουσκωμένη θάλασσα, πολυλογάς, φλύαρος (Διογ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥαχία συνδέεται με το ρ. ῥᾱσσω / ῥᾱττω «χτυπώ, προσκρούω» και έχει σχηματιστεί είτε απευθείας από το θ. του ρ. ῥάσσω (πιθ. < Fράχ-jω, βλ. λ. ράσσω) με κατάλ. -ία είτε μέσω ενός αμάρτυρου ονόματος ῥᾶχος «χτύπημα» (πρβλ. οἰκ-ία: οἶκος, ἀντλία: ἄντλος)].
(II)
ἡ, Α·1. ράχη βουνού ή λόφου
2. το κάτω μέρος της ράχης, της ραχοκοκκαλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + κατάλ. θηλ. -ία].