κλεμμάδιος: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλεμμάδιος]], -ία, -ον (Α)<br />[[κλοπιμαίος]], αυτός που προέρχεται από [[κλοπή]] («ἐάν τις κλεμμάδιον ὁτιοῦν
|mltxt=[[κλεμμάδιος]], -ία, -ον (Α)<br />[[κλοπιμαίος]], αυτός που προέρχεται από [[κλοπή]] («ἐάν τις κλεμμάδιον ὁτιοῦνὑποδέχηται γιγνώσκων, τὴν αὐτὴν ὑπεχέτω [[δίκην]] τῷ κλέψαντι», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλέμμα]] [[κατά]] το <i>κρυπτ</i>-<i>άδιος</i>].
ὑποδέχηται γιγνώσκων, τὴν αὐτὴν ὑπεχέτω [[δίκην]] τῷ κλέψαντι», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλέμμα]] [[κατά]] το <i>κρυπτ</i>-<i>άδιος</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:42, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεμμάδιος Medium diacritics: κλεμμάδιος Low diacritics: κλεμμάδιος Capitals: ΚΛΕΜΜΑΔΙΟΣ
Transliteration A: klemmádios Transliteration B: klemmadios Transliteration C: klemmadios Beta Code: klemma/dios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, A stolen, Pl.Lg.955b, cf. Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1448] verstohlen, gestohlen; ἐάν τις κλεμμάδιον ὁτιοῦν ὑποδέχηται Plat. Legg. XII, 955 b; VLL., die es κλοπαῖος erkl.

Greek (Liddell-Scott)

κλεμμάδιος: ᾰ, α, ον, = κλοπαῖος, κλοπιμαῖος, ὁ ἐκ κλοπῆς προερχόμενος, κλαπείς, Πλάτ. Νόμ. 955Β· πρβλ. Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

κλεμμάδιος, -ία, -ον (Α)
κλοπιμαίος, αυτός που προέρχεται από κλοπή («ἐάν τις κλεμμάδιον ὁτιοῦνὑποδέχηται γιγνώσκων, τὴν αὐτὴν ὑπεχέτω δίκην τῷ κλέψαντι», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέμμα κατά το κρυπτ-άδιος].

Russian (Dvoretsky)

κλεμμάδιος: (ᾰ) краденый Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλεμμάδιος -α -ον [κλέμμα] gestolen.