ἐργατίνης: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ί˘" to "ῐ́") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=ἐργᾰτῐ́νης, ου, = [[ἐργάτης]],]<br /><b class="num">I.</b> a [[husbandman]], Theocr.<br /><b class="num">2.</b> as adj., [[active]], [[laborious]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> c. gen. [[making]] a [[thing]] or practising an art, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:10, 7 April 2021
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ, A = ἐργάτης, esp. husbandman, Theoc.10.1, A.R.2.376 (pl.) ; ἐ. ἄνδρες Theoc.21.3, AP11.58 (Maced.) ; βοῦς ἐ. A.R.2.663 (pl.), AP 6.228 (Adaeus). II c. gen., making a thing or practising an art, μέλιτος ὁ χρυσὸς ἐ. AP5.239 (Maced.); Κύπριδος ib.274 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 1020] ὁ, = ἐργάτης, der Arbeiter, u. adj. arbeitsam, thätig, Theocr. 10, 1. 21, 3, vom Landbauer; sp. D., ἀνέρες Haced. 18 (XI, 58); βοῦς Add. 3 (VI, 228), wie Ap. Rh. 2, 663; Κύπριδος Paul. Sil. 12 (V, 2751; auch fem., παλάμαι Ep. ad. 194 (App. 323).
Greek (Liddell-Scott)
ἐργᾰτίνης: ῐ, ου, ὁ, = ἐργάτης, ἰδίως γεωργός, ἐργ. βουκαῖος, ἐργ. ἀνὴρ Θεόκρ. 10. 1., 21. 3, Ἀνθ. Π. 11. 58· οὕτω, βοῦς ἐργ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 663, Ἀνθ. Π. 6. 228. 2) ὡς ἐπίθ., ἐργατικός, δραστήριος, ἐνεργητικός, μετὰ θηλ. οὐσιαστ., ἐργατίναις παλάμαισιν Ἀνθ. Π. παράρτ. 323. ΙΙ. μετὰ γεν., ἐργαζόμενός τι ἢ ἀσκῶν τέχνην τινά, Ἀνθ. Π. 5. 240, 275.
French (Bailly abrégé)
ου;
I. adj. (ὁ, ἡ) laborieux, actif;
II. subst. ὁ ἐργατίνης :
1 travailleur;
2 particul. cultivateur.
Étymologie: ἐργάτης.
Greek Monolingual
ἐργατίνης, ὁ (AM)
1. εργάτης, γεωργός
2. αυτός που ασκεί μια τέχνη
3. (για τον Χριστό) δημιουργός
4. ως επίθ. εργατικός, δραστήριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εργάτης με κατάλ. -ίνης που συνήθως μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια (πρβλ. Αισχ-ίνης)].
Greek Monotonic
ἐργᾰτίνης: [ῐ], -ου, ὁ, = ἐργάτης·
I. 1. γεωργός, καλλιεργητής, σε Θεόκρ.
2. ως επίθ., ενεργητικός, δραστήριος, κοπιαστικός, σε Ανθ.
II. με γεν., αυτός που κατασκευάζει κάτι ή εξασκεί μια τέχνη, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐργᾰτίνης:
I дор. ἐργᾰτίνας, ου adj. m, f трудолюбивый, трудящийся, трудовой (βουκαῖος Theocr.; παλάμαι Anth.).
ου ὁ работник, труженик Anth.
Middle Liddell
ἐργᾰτῐ́νης, ου, = ἐργάτης,]
I. a husbandman, Theocr.
2. as adj., active, laborious, Anth.
II. c. gen. making a thing or practising an art, Anth.