θριπήδεστος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θρῑπήδεστος''': -ον, ([[θρίψ]], ἐδήδεσμαι) σκωληκόβροτος, [[ξύλον]], [[ῥίζα]] Θεόφρ. (ἴδε κατωτ.)· κῶπαι ἢ κεραῖαι θριπήδεστοι Ἐπιγρ. ἐν Böckh’s Seewesen σελ. 441, 447, 471 καὶ | |lstext='''θρῑπήδεστος''': -ον, ([[θρίψ]], ἐδήδεσμαι) σκωληκόβροτος, [[ξύλον]], [[ῥίζα]] Θεόφρ. (ἴδε κατωτ.)· κῶπαι ἢ κεραῖαι θριπήδεστοι Ἐπιγρ. ἐν Böckh’s Seewesen σελ. 441, 447, 471 καὶ μετὰ θηλ. καταλήξ. κλιμακίδες ἢ κεραῖαι θριπήδεσται 431, 432. ΙΙ. τὰ σφραγίδια θριπήδεστα ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 427, ἦσαν πιθ. κατὰ πρῶτον τεμάχια σκωληκοβρότου ξύλου χρησιμεύοντα ὡς σφραγῖδες, καὶ [[ἔπειτα]] σφραγῖδες κεχαραγμέναι κατὰ μίμησιν αὐτῶν, Müller Archäol. d. Kunst § 97. 2. - Οἱ ἀντιγραφεῖς [[πολλάκις]] ἔγραψαν αὐτὸ ἐσφαλμ. ὡς ὑπερθ. θριπηδέστατος, [[οἷον]] ἐν Λουκ. Λεξιφ. 13, κτλ.· ἀλλ’ ἐν Θεοφρ. Ι. Φ. 3. 8, 5 ([[ἔνθα]] κοινῶς θριπωδέστατον) τὸ ὑπερθ. [[εἶναι]] [[ἀναγκαῖον]] καὶ ἀναγνωρίζει αὐτὸ ὁ Παυσ. παρ’ Εὐστ. 1403. 88. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:50, 20 April 2021
English (LSJ)
ον, (θρίψ, ἐδήδεσμαι) A worm-eaten, ῥίζαι Thphr.HP 9.14.3, cf. IG22.1628.163, al., 1672.306; κεραῖαι θριπήδεσται ib.1628.205, but -οι 1629.328. 2 σφραγίδια θ. seals made of worm-eaten wood, Ar.Th.427, cf. Sch. 3 metaph.,= διεφθαρμένη, Hyp.Fr. 82. (Freq. corrupted to -έστατος, as in Ar.Th.l.c. (ap. Suid.), Hyp. l.c. (v.l.), Luc.Lex.13 (v.l.), cf. Paus.Gr.Fr.205, but a Sup. is never necessary exc. in Thphr.HP3.8.5 (v. θριπώδης).)
German (Pape)
[Seite 1219] wurmstichig; Theophr.; φυτά Ael. H. A. 16, 14; σφραγίδια Ar. Th. 427, σφραγῖδες Luc. Lexiph. 13, wurmstichiges Holz als Siegelring gebraucht, nach Schol. Ar. ξύλα ὑπὸ θριπῶν βεβρωμένα, οἷς ἐσφράγιζον, so auch Hesych., oder nach Lessing: mit so seinem Stich, als hätte sie der Wurm zernagt; Harpocr. aus Hyperid. führt Ἑλλάδα θριπήδεστον an, für διεφθαρμένην. Die Lesart θριπηδέστατος scheint falsch, s. aber Pausan. bei Eust. 1403, 38 u. vgl. θριπώδης.
Greek (Liddell-Scott)
θρῑπήδεστος: -ον, (θρίψ, ἐδήδεσμαι) σκωληκόβροτος, ξύλον, ῥίζα Θεόφρ. (ἴδε κατωτ.)· κῶπαι ἢ κεραῖαι θριπήδεστοι Ἐπιγρ. ἐν Böckh’s Seewesen σελ. 441, 447, 471 καὶ μετὰ θηλ. καταλήξ. κλιμακίδες ἢ κεραῖαι θριπήδεσται 431, 432. ΙΙ. τὰ σφραγίδια θριπήδεστα ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 427, ἦσαν πιθ. κατὰ πρῶτον τεμάχια σκωληκοβρότου ξύλου χρησιμεύοντα ὡς σφραγῖδες, καὶ ἔπειτα σφραγῖδες κεχαραγμέναι κατὰ μίμησιν αὐτῶν, Müller Archäol. d. Kunst § 97. 2. - Οἱ ἀντιγραφεῖς πολλάκις ἔγραψαν αὐτὸ ἐσφαλμ. ὡς ὑπερθ. θριπηδέστατος, οἷον ἐν Λουκ. Λεξιφ. 13, κτλ.· ἀλλ’ ἐν Θεοφρ. Ι. Φ. 3. 8, 5 (ἔνθα κοινῶς θριπωδέστατον) τὸ ὑπερθ. εἶναι ἀναγκαῖον καὶ ἀναγνωρίζει αὐτὸ ὁ Παυσ. παρ’ Εὐστ. 1403. 88.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
rongé de vers, vermoulu ; σφραγῖδες θριπήδεστοι LUC morceaux de bois mangés des vers, dont on se servait comme de sceaux ; sel. d’autres sceaux finement ciselés comme des morceaux de bois mangés des vers;
Sp. irrég. θριπηδέστατος.
Étymologie: θρίψ, ἔδω.
Greek Monolingual
θριπήδεστος, -ον (Α)
1. σκουληκοφαγωμένος
φρ. «σφραγίδια θριπήδεστα» — τα πρώτα σκουληκοφαγωμένα ξύλα, που χρησίμευαν ως σφραγίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θριψ, -ιπός + -ήδεστος < εδεστός (< έδω «τρώω»), με έκταση της αρχικής συλλαβής λόγω της συνθέσεως].
Russian (Dvoretsky)
θρῑπήδεστος: и 3 изъеденный древоточцами, источенный червями (ξύλον Theophr.): σφραγίδια θριπήδεστα Arph. или σφραγῖδες θριπήδεστοι Luc. печати из червоточного дерева (рисунок червоточины, всегда своеобразный, с трудом поддавался подделке).