μόναρχος: Difference between revisions
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
mNo edit summary |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μόναρχος]] και ιων. τ. μούναρχος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συγκεντρώνει στο [[πρόσωπο]] του απόλυτη [[πολιτική]] [[εξουσία]] και κυβερνά [[χωρίς]] κανένα περιορισμό, [[μονάρχης]] («ὁρῶν ὅτι τραχὺς [[μόναρχος]] οὐδ' [[ὑπεύθυνος]] κρατεῑ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δυνάστης]]<br /><b>3.</b> [[αρχηγός]], [[ηγεμόνας]]<br /><b>4.</b> [[επώνυμος]] [[άρχοντας]] της νήσου Κω<br /><b>5.</b> [[ονομασία]] [[μήνα]] στην Κω<br /><b>6.</b> [[δικτάτορας]]<br /><b>7.</b> <b>ως επίθ.</b> [[μόναρχος]], -<i>ον</i><br />ο [[μοναρχικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), | |mltxt=[[μόναρχος]] και ιων. τ. μούναρχος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συγκεντρώνει στο [[πρόσωπο]] του απόλυτη [[πολιτική]] [[εξουσία]] και κυβερνά [[χωρίς]] κανένα περιορισμό, [[μονάρχης]] («ὁρῶν ὅτι τραχὺς [[μόναρχος]] οὐδ' [[ὑπεύθυνος]] κρατεῑ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δυνάστης]]<br /><b>3.</b> [[αρχηγός]], [[ηγεμόνας]]<br /><b>4.</b> [[επώνυμος]] [[άρχοντας]] της νήσου Κω<br /><b>5.</b> [[ονομασία]] [[μήνα]] στην Κω<br /><b>6.</b> [[δικτάτορας]]<br /><b>7.</b> <b>ως επίθ.</b> [[μόναρχος]], -<i>ον</i><br />ο [[μοναρχικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), [[πρβλ]]. <i>τριήρ</i>-<i>αρχος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:25, 23 August 2021
English (LSJ)
Ion. μούναρχος, ὁ, A monarch, sole ruler, first in Thgn.52 (in Ion. form, as Hdt.3.82,5.46), cf. Sol.9.3, etc.; τραχὺς μόναρχος A.Pr.326; μονάρχους καταλύειν Th. 1.122; δῆμος, ἅτε μόναρχος ὤν = as sole ruler, Arist.Pol.1292a15; γῆς τῆσδε μ. Ar.Eq.1330. 2 princelet, dynast, OGI54.16 (Adule, iii B. C.): generally, leader, general, E.Rh.31 (lyr.). 3 = Lat. dictator, Plu. Cam.18. II title of magistrate at Cos, SIG1012.13, etc. b name of month at Cos, dub. in BMus.Inscr.339. III as Adj., σκᾶπτον μόναρχον = the royal sceptre, Pi.P.4.152.
German (Pape)
[Seite 201] alleinherrschend, der Monarch; σκᾶπτον μόναρχον, Pind. P. 4, 152, des Alleinherrschers Scepter; Aesch. Prom. 324; Ar. Equ. 1327; Thuc. 1, 122; Plat. Polit. 301 c u. Folgde; – ion. μούναρχος, Her. 3, 80 u. öfter, τὸν μούναρχον τῶν Ζαγκλαίων, 6, 23.
Greek (Liddell-Scott)
μόναρχος: Ἰων. -μούν-, ὁ, μονάρχης, ὁ ἄρχων μόνος ἄνευ περιορισμοῦ τινος, κύριος ἀπόλυτος, ἀνώτατος καὶ μόνος ἄρχων, πρῶτον παρὰ τῷ Θεόγν. 52 (οὗτος δέ, ὡς καὶ ὁ Ἡρόδ., ποιεῖται χρῆσιν τοῦ Ἰων. τύπου ὡς καὶ ὁ Εὐρ. ἐν Ρήσ. 31), Σόλων 9. 3· τραχὺς μ. Αἰσχύλ. Πρ. 324· μονάρχους καταλύειν Θουκ. 1. 122· δῆμος, ἅτε μ. ὤν, ὡς ἔχων ἀνωτάτην ἐξουσίαν, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 27· γῆς τῆσδε μ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1330· πρβλ. μοναρχία· 2) ὡς ἐπίθ., σκᾶπτον μ., τὸ τῆς μοναρχίας, τὸ μοναρχικὸν σκῆπτρον, Πινδ. Π. 4. 270. ΙΙ. τὸ Ἑλληνικὸν ἰσοδύναμον τῷ Ρωμαϊκῷ Dictator, Πλουτ. Κάμ. 18· ― καθόλου, ἡγεμών, ἀρχηγός, Εὐρ. Ρησ. 31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui commande seul, souverain ; ὁ μόναρχος monarque, chef souverain ; à Rome dictateur.
Étymologie: μόνος, ἄρχω.
English (Slater)
μόναρχος
a sole ruler μ]όναρχον Κικόνων (supp. Lobel: i. e. Diomedes) fr. 169. 10.
nbsp;b adj., of monarchy “σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος” (P. 4.152)
Spanish
Greek Monolingual
μόναρχος και ιων. τ. μούναρχος, ὁ (Α)
1. αυτός που συγκεντρώνει στο πρόσωπο του απόλυτη πολιτική εξουσία και κυβερνά χωρίς κανένα περιορισμό, μονάρχης («ὁρῶν ὅτι τραχὺς μόναρχος οὐδ' ὑπεύθυνος κρατεῑ», Αισχύλ.)
2. δυνάστης
3. αρχηγός, ηγεμόνας
4. επώνυμος άρχοντας της νήσου Κω
5. ονομασία μήνα στην Κω
6. δικτάτορας
7. ως επίθ. μόναρχος, -ον
ο μοναρχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. τριήρ-αρχος].
Greek Monotonic
μόναρχος: Ιων. μουν-, ὁ,
I. 1. αυτός που κυβερνά μόνος, μονάρχης, απόλυτος άρχοντας, σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.
2. ως επίθ., σκᾶπτον μόναρχον, το σκήπτρο του μονάρχη, σε Πίνδ.
II. λέγεται για τον Ρωμαίο Δικτάτορα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μόναρχος:
I ион. μούναρχος 2 принадлежащий монарху (σκᾶπτον Pind.).
II ион. μούναρχος ὁ
1) единодержавный властелин, монарх (γῆς τῆσδε Arph.);
2) начальник, командир (γυμνήτων μόναρχοι Eur.);
3) (в Риме; лат. dictator) диктатор Plut.
Middle Liddell
I. one who rules alone, a monarch, sovereign, Theogn., Aesch., etc.
2. as adj., σκᾶπτον μ. the sovereign sceptre, Pind.
II. for the Roman Dictator, Plut.