ἄμαθος: Difference between revisions

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 15: Line 15:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε [[κάτι]], αδίδαχτος, [[αμόρφωτος]],<br /><b>2.</b> [[αγράμματος]], [[απαίδευτος]]<br /><b>3.</b> [[αγροίκος]], [[ανόητος]], [[αγενής]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν [[είναι]] εξοικειωμένος, [[συνηθισμένος]] σε [[κάτι]], [[άπειρος]], [[αδαής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> θ. <i>μαθ</i>- του ρ. [[μανθάνω]], [[μαθαίνω]]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἄμαθος]], η (Α) ([[επικός]] [[τύπος]] [[αντί]] του [[ἄμμος]])<br /><b>1.</b> η [[άμμος]] και [[κυρίως]] η [[άμμος]] της πεδιάδας, αμμώδες [[έδαφος]] (σε [[αντίθεση]] με την άμμο της θάλασσας, την <i>ψάμαθο</i>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἄμαθοι</i><br />σωροί άμμου [[κοντά]] σε [[θάλασσα]], αμμώδη υψώματα, <i>θίνες</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη ετυμολογικά [[συγγενής]] με τον μσν. άνω γερμαν. τ. <i>sampt</i> «[[άμμος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και γερμαν. <i>Sand</i> «[[άμμος]]» <span style="color: red;"><</span> <i>sampt</i> με [[ανομοίωση]]). Ο [[συσχετισμός]] αυτός που προϋποθέτει [[ανομοίωση]] της δασύτητας στη λ. <i>hαμαθος</i>, δεν επιτρέπει να αναχθούμε σ’ έναν κοινό αρχικό ΙΕ τύπο. Βεβαία θεωρείται αντιθέτως η [[αλληλεπίδραση]] [[μεταξύ]] τών παραγώγων δύο διαφορετικής προελεύσεως οικογενειών λέξεων, τών λ. [[ἄμαθος]] και [[ψάμμος]] «[[άμμος]]». Σημειώνεται ότι αναλογικά [[προς]] τη λ. [[ἄμαθος]] σχηματίστηκε η λ. [[ψάμαθος]] «[[άμμος]]», ενώ η λ. [[ἄμμος]] [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[ψάμμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀμαθῑτις</i>, <i>ἀμαθόεις</i>, [[ἀμαθύνω]], [[ἀμαθώδης]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε [[κάτι]], αδίδαχτος, [[αμόρφωτος]],<br /><b>2.</b> [[αγράμματος]], [[απαίδευτος]]<br /><b>3.</b> [[αγροίκος]], [[ανόητος]], [[αγενής]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν [[είναι]] εξοικειωμένος, [[συνηθισμένος]] σε [[κάτι]], [[άπειρος]], [[αδαής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> θ. <i>μαθ</i>- του ρ. [[μανθάνω]], [[μαθαίνω]]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἄμαθος]], η (Α) ([[επικός]] [[τύπος]] [[αντί]] του [[ἄμμος]])<br /><b>1.</b> η [[άμμος]] και [[κυρίως]] η [[άμμος]] της πεδιάδας, αμμώδες [[έδαφος]] (σε [[αντίθεση]] με την άμμο της θάλασσας, την <i>ψάμαθο</i>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἄμαθοι</i><br />σωροί άμμου [[κοντά]] σε [[θάλασσα]], αμμώδη υψώματα, <i>θίνες</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη ετυμολογικά [[συγγενής]] με τον μσν. άνω γερμαν. τ. <i>sampt</i> «[[άμμος]]» ([[πρβλ]]. και γερμαν. <i>Sand</i> «[[άμμος]]» <span style="color: red;"><</span> <i>sampt</i> με [[ανομοίωση]]). Ο [[συσχετισμός]] αυτός που προϋποθέτει [[ανομοίωση]] της δασύτητας στη λ. <i>hαμαθος</i>, δεν επιτρέπει να αναχθούμε σ’ έναν κοινό αρχικό ΙΕ τύπο. Βεβαία θεωρείται αντιθέτως η [[αλληλεπίδραση]] [[μεταξύ]] τών παραγώγων δύο διαφορετικής προελεύσεως οικογενειών λέξεων, τών λ. [[ἄμαθος]] και [[ψάμμος]] «[[άμμος]]». Σημειώνεται ότι αναλογικά [[προς]] τη λ. [[ἄμαθος]] σχηματίστηκε η λ. [[ψάμαθος]] «[[άμμος]]», ενώ η λ. [[ἄμμος]] [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[ψάμμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀμαθῑτις</i>, <i>ἀμαθόεις</i>, [[ἀμαθύνω]], [[ἀμαθώδης]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:06, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 114] ἡ, Sand, Hom. einmal, Iliad. 5, 587 ἀμάθοιο βαθείης, Sand im Binnenlande; den Seesand u. Flußsand nennt er ψάμαθος, Lehrs Aristarch. 128; der Unterschied wird aber nicht ursprünglich sein; denn ἄμαθος ist nur eine Nebenform von ψάμαθος, wie γαῖα u. αἶα; nach Hom. wird der Unterschied wieder verwischt; eine Nereide heißt Iliad. 18, 48 Ἀμάθεια, in dem nach Aristarch unächten Nereidencatalog, s. Scholl. Aristonic. u. Didym.; auch Hymn. Apoll. 439 ἀμάθοισιν der Seestrand; vgl. Apoll. Rh. 4, 1239. 1464.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμᾰθος: [ᾰμ], ἡ, Ἐπ. τύπος τοῦ ἄμμος, ἡ ἄμμος τῆς πεδιάδος, ἀμμῶδες ἔδαφος, χῶμα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης (ψάμμος, ψάμαθος), Ἰλ. Ε. 587· ἴδε Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 384, 593, Lehrs Ἀρίσταρχ. σ. 128: - κατὰ πληθ. αἱ παρὰ τὴν θάλασσαν ἀμμώδεις ἀνωμαλίαι τοῦ ἐδάφους, ἀμμώδη ὑψώματα, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 439.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
sable de plaine, sol sablonneux.
Étymologie: cf. ψάμαθος.

English (Autenrieth)

(ψάμαθος): sand, Il. 5.587†.

Spanish (DGE)

(ἄμᾰθος) -ου, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [ép. gen. sg. -οιο Il.5.587]
1 arena βαθείη Il.l.c., ἠερίη A.R.4.1239, cf. Hdn.Gr.1.145.
2 plu. playa, h.Ap.439, Euph.67.2
terreno arenoso Nic.Th.262.
• Etimología: El único paralelo de esta palabra se encuentra en maa. samt ‘arena’ (< *samatho-). Es dud. si es una palabra no ide. o si se relaciona c. ψάμμος, lat. sabulum, etc., partiendo de *bhes- que en grado ø es *bhs- > *ps-, pudiéndose simplificar eventualmente en *s-.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
1. αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε κάτι, αδίδαχτος, αμόρφωτος,
2. αγράμματος, απαίδευτος
3. αγροίκος, ανόητος, αγενής
4. αυτός που δεν είναι εξοικειωμένος, συνηθισμένος σε κάτι, άπειρος, αδαής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + θ. μαθ- του ρ. μανθάνω, μαθαίνω].
(II)
ἄμαθος, η (Α) (επικός τύπος αντί του ἄμμος)
1. η άμμος και κυρίως η άμμος της πεδιάδας, αμμώδες έδαφος (σε αντίθεση με την άμμο της θάλασσας, την ψάμαθο)
2. στον πληθ. αἱ ἄμαθοι
σωροί άμμου κοντά σε θάλασσα, αμμώδη υψώματα, θίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ετυμολογικά συγγενής με τον μσν. άνω γερμαν. τ. sampt «άμμος» (πρβλ. και γερμαν. Sand «άμμος» < sampt με ανομοίωση). Ο συσχετισμός αυτός που προϋποθέτει ανομοίωση της δασύτητας στη λ. hαμαθος, δεν επιτρέπει να αναχθούμε σ’ έναν κοινό αρχικό ΙΕ τύπο. Βεβαία θεωρείται αντιθέτως η αλληλεπίδραση μεταξύ τών παραγώγων δύο διαφορετικής προελεύσεως οικογενειών λέξεων, τών λ. ἄμαθος και ψάμμος «άμμος». Σημειώνεται ότι αναλογικά προς τη λ. ἄμαθος σχηματίστηκε η λ. ψάμαθος «άμμος», ενώ η λ. ἄμμος είναι αναλογικός σχηματισμός κατά το ψάμμος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμαθῑτις, ἀμαθόεις, ἀμαθύνω, ἀμαθώδης.

Greek Monotonic

ἄμᾰθος: [ᾰμ], ἡ, αμμώδες έδαφος (της πεδιάδας), αντίθ. προς τη θαλασσινή άμμο (ψάμαθος), σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., οι ανωμαλίες του εδάφους κοντά στη θάλασσα ή τα αμμώδη υψώματα, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἄμᾰθος: (ᾰμ) ἡ песок, песчаная почва Hom.: ἀμάθοισιν ἐχρίμψατο νηῦς HH корабль врезался в песчаный берег.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: sand (Il.).
Derivatives: Geogr. name Ήμαθίη (Ιλ.). Place-name Ἀμαθοῦς on Cyprus from *-οϜεντ-; cf. ἠμαθόεις (Od.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eur.
Etymology: It is mostly assumed that ψάμαθος was created on ἄμαθος after ψάμμος and that ἄμμος is secondarily created on ψάμμος. Beekes 2000 [125 Jahre IDG Graz], 26 finds these assumptions far from easy. It also depends on the etymology of ψάμμος. - ἄμαθος is connected with MHG. sampt and a PIE. *samǝdho- reconstructed. DELG warns that the connection does not guarantee IE origin. For origin in a European substratum Kuiper, NOWELE 25 (1995) 67, because of the vocalism (a < h₂(e)?) and the consonantism. On possible Albanian connections Cabej Studi Pisani 1, 174f.

Middle Liddell

[cf. ἄμμος.]
sandy soil, opp. to sea-sand (ψάμαθος), Il.; in pl. the links or dunes by the sea, Hhymn.

Frisk Etymology German

ἄμαθος: {ámathos}
Grammar: f.
Meaning: Sand (ep.).
Derivative: Davon ἀμαθῖτις f. im Sande lebend (κόγχος, Epich.), auch ON (J., s. Redard Les noms grecs en -της 164); ἀμαθώδης sandig (Str.), Ἀμαθους kypr. ON. Denominatives Verb ἀμαθύνω ‘zu Staub machen, (als Sand) zerstreuen’ (ep. poet.).
Etymology : Wahrscheinlich mit Hauchdissimilation zu mhd. sampt aus idg. *samədho-; daneben mit urgerm. Assimilation md > nd nhd. sand usw. Gewöhnlicher als ἄμαθος ist ψάμαθος, das wie ψάμμος zu ψῆν usw. gehört; daneben das jüngere ἄμμος. Zwei ursprünglich verschiedene Wörter sind wahrscheinlich wechselseitig miteinander kontaminiert worden, s. Güntert Reimwortbildungen 119f.
Page 1,84