καμινοκαύστης: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καμινοκαύστης]], ό, θηλ. [[καμινοκαύστρια]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που θερμαίνει [[καμίνι]] ή κλίβανο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καμινοκαύστης]] γύψου» — αυτός που παράγει γύψο σε [[καμίνι]] ή κλίβανο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμινος]] <span style="color: red;">+</span> -[[καύστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[καύστης]] <span style="color: red;"><</span> [[καίω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[καμινοκαύστης]], ό, θηλ. [[καμινοκαύστρια]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που θερμαίνει [[καμίνι]] ή κλίβανο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καμινοκαύστης]] γύψου» — αυτός που παράγει γύψο σε [[καμίνι]] ή κλίβανο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμινος]] <span style="color: red;">+</span> -[[καύστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[καύστης]] <span style="color: red;"><</span> [[καίω]]), [[πρβλ]]. [[ανθρακοκαύστης]], [[νεκροκαύστης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 24 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A one who heats a furnace or oven, Gloss. (fem. κᾰμῑνο-καύστρια Sch.Od.18.27). II κ. γύψου one who burns gypsum in a kiln, BGU952.8 (ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1317] ὁ, Ofenheizer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμῑνοκαύστης: -ου, ὁ, ὁ θερμαίνων κάμινον ἢ κλίβανον, Γλωσσ.· θηλ. καμινοκαύστρια, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Σ. 26.
Greek Monolingual
καμινοκαύστης, ό, θηλ. καμινοκαύστρια (Α)
1. αυτός που θερμαίνει καμίνι ή κλίβανο
2. φρ. «καμινοκαύστης γύψου» — αυτός που παράγει γύψο σε καμίνι ή κλίβανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + -καύστης (< καύστης < καίω), πρβλ. ανθρακοκαύστης, νεκροκαύστης.