φιάλλω: Difference between revisions
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ") |
m (Text replacement - " shortd." to " shortened") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fiallo | |Transliteration C=fiallo | ||
|Beta Code=fia/llw | |Beta Code=fia/llw | ||
|Definition=fut. [[φῐᾰλῶ]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">undertake, take in hand, set about</b> a thing, found twice in codd. of Ar., οὐδὲ φιαλεῖς <span class="bibl"><span class="title">V.</span>1348</span>; ὅπως ἔργῳ φιαλοῦμεν <span class="bibl"><span class="title">Pax</span>432</span>: acc. to <span class="bibl">Eust.1403.16</span> it is | |Definition=fut. [[φῐᾰλῶ]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">undertake, take in hand, set about</b> a thing, found twice in codd. of Ar., οὐδὲ φιαλεῖς <span class="bibl"><span class="title">V.</span>1348</span>; ὅπως ἔργῳ φιαλοῦμεν <span class="bibl"><span class="title">Pax</span>432</span>: acc. to <span class="bibl">Eust.1403.16</span> it is shortened for <b class="b3">ἐφιάλλω;</b> hence Bentley restored <b class="b3">οὐδ' ἐφιαλεῖς</b> and <b class="b3">ἔργῳ 'φιαλοῦμεν</b>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:10, 14 September 2021
English (LSJ)
fut. φῐᾰλῶ, A undertake, take in hand, set about a thing, found twice in codd. of Ar., οὐδὲ φιαλεῖς V.1348; ὅπως ἔργῳ φιαλοῦμεν Pax432: acc. to Eust.1403.16 it is shortened for ἐφιάλλω; hence Bentley restored οὐδ' ἐφιαλεῖς and ἔργῳ 'φιαλοῦμεν.
German (Pape)
[Seite 1273] eine Sache anfassen, anfangen, Hand anlegen; nur οὐδὲ φιαλεῖς Ar. Vesp. 1348 u. ὅπως ἔργῳ φιαλοῦμεν Pax 424; nach Eust. abgekürzte Form für ἐφιάλλω, also eigtl. φιαλεῖς, φιαλοῦμεν zu schreiben; Schol. Ar. erkl. ἐπιβαλεῖς, ἐπιβαλοῦμεν· φιαλεῖν γὰρ (also als praes. genommen) τὸ ἄρ χεσθαι τοῦ πράγματος; unpassende Glosse τὸ τῇ φιάλῃ πιεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
φιάλλω: μέλλ. φιᾰλῶ, ἀναλαμβάνω, ἐπιχεριῶ τι, ἀρχίζω νὰ κάμω τι· εὕρηται μόνον δὶς καὶ μόνον κατὰ μέλλοντα, οὐδὲ φιαλεῖς Ἀριστοφ. Σφ. 1348 ὅπως ἔργῳ φιαλοῦμεν Ἀριστοφ. Εἰρ. 432. Κατὰ τὸν Εὐστ. 1403. 20 κἑξ., εἶναι συντετμημένος τύπος τοῦ ἐφιάλλω· εἰ οὕτως ἔχει, γραπτέον ’φιαλεῖς ’φιαλοῦμεν, ἴδε Brunck. (παρὰ τῷ Δινδ.) Ἀριστοφ. Σφ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
f. φιαλῶ;
mettre la main à, entreprendre, τινι.
Étymologie:.
Greek Monolingual
και ἐφιάλλω Α
1. αναλαμβάνω, επιχειρώ κάτι («ὅπως ἕργῳ φιαλοῡμεν», Αριστοφ.)
2. (Σχόλ. Αριστοφ.) «φιαλεῖν μὲν κυρίως τὸ τῇ φιάλῃ πίνειν, νῦν δ' ἴσως καὶ κακεμφάτως».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μέλλ. φιαλεῖς, φιαλοῦμεν, που απαντούν στον Αριστοφ., έχουν θεωρηθεί, κατά μία άποψη, συντμ. τ. μέλλ. του ἐφιάλλω < ἐπὶ + ἱάλλω «ρίχνω, εκτοξεύω, στέλνω» (βλ. και λ. ιάλλω)].
Greek Monotonic
φῐάλλω: μέλ. φιᾰλῶ, αναλαμβάνω, αρχίζω να κάνω ένα πράγμα, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
φιάλλω: (только fut. φιᾰλῶ) приступать, приниматься: οὐκ ἀποδώσεις οὐδὲ φιαλεῖς Arph. ты не уплатишь долга, да и не попытаешься; ὕπεχε τὴν φιάλην, ὅπως ἔργῳ φιαλοῦμεν Arph. протяни чашу (для возлияний), и приступим к делу.
Middle Liddell
φιάλλω,
to undertake, set about a thing, Ar. [deriv. uncertain]