μήνιμα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=minima
|Transliteration C=minima
|Beta Code=mh/nima
|Beta Code=mh/nima
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[cause of wrath]], μή τοί τι θεῶν μ. γένωμαι <span class="bibl">Il.22.358</span>, <span class="bibl">Od.11.73</span>; παλαιῶν Ἄρεος ἐκ μηνιμάτων <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>934</span>, cf. <span class="title">Trag.Adesp.</span>in <span class="bibl"><span class="title">PLit.Lond.</span>79</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[guilt]], esp. [[blood-guiltiness]], <b class="b3">παλαιὰ μ</b>. [[guilt]] that cleaves to a family from the sins of their forefathers, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>244d</span>, cf. <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>11p.445M.</span>; μ. τῶν ἀλιτηρίων προστρίβεσθαί τινι <span class="bibl">Antipho 4.2.8</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[wrath]], Ach. Tat.<span class="bibl">5.27</span>: in plural, ib.25; μηνίματα τῆς γῆς <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>6.11</span>, cf.<span class="bibl">41</span>.</span>
|Definition=ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[cause of wrath]], μή τοί τι θεῶν μ. γένωμαι Il.22.358, Od.11.73; παλαιῶν Ἄρεος ἐκ μηνιμάτων E.Ph.934, cf. Trag.Adesp.in PLit.Lond.79.<br><span class="bld">2</span> [[guilt]], esp. [[blood-guiltiness]], [[παλαιὰ μηνίματα]] = [[guilt]] that [[cleave]]s to a [[family]] from the [[sin]]s of their [[forefather]]s, Pl.Phdr.244d, cf. Hierocl.in CA11p.445M.; μ. τῶν ἀλιτηρίων προστρίβεσθαί τινι Antipho 4.2.8.<br><span class="bld">II</span> [[wrath]], Ach. Tat.5.27: in plural, ib.25; μηνίματα τῆς γῆς Philostr.VA6.11, cf.41.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:14, 27 April 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήνῑμα Medium diacritics: μήνιμα Low diacritics: μήνιμα Capitals: ΜΗΝΙΜΑ
Transliteration A: mḗnima Transliteration B: mēnima Transliteration C: minima Beta Code: mh/nima

English (LSJ)

ατος, τό,
A cause of wrath, μή τοί τι θεῶν μ. γένωμαι Il.22.358, Od.11.73; παλαιῶν Ἄρεος ἐκ μηνιμάτων E.Ph.934, cf. Trag.Adesp.in PLit.Lond.79.
2 guilt, esp. blood-guiltiness, παλαιὰ μηνίματα = guilt that cleaves to a family from the sins of their forefathers, Pl.Phdr.244d, cf. Hierocl.in CA11p.445M.; μ. τῶν ἀλιτηρίων προστρίβεσθαί τινι Antipho 4.2.8.
II wrath, Ach. Tat.5.27: in plural, ib.25; μηνίματα τῆς γῆς Philostr.VA6.11, cf.41.

German (Pape)

[Seite 174] τό, Ursache, Veranlassung des Zornes; μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι, Il. 22, 358 Od. 11, 73, daß ich dir nicht Ursache des Götterzorns werde. – Der Zorn, Groll, Κάδμου παλαιῶν Ἄρεος ἐκ μηνιμάτων, Eur. Phoen. 941; παλαιῶν ἐκ μηνιμάτων, Plat. Phaedr. 244 d; einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μήνῑμα: τό, (μηνίω) αἰτία ὀργῆς, μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι, «μήπως τῆς ἐκ θεῶν βλάβης αἴτιός σοι καταστῶ» (Σχόλ.), Ἰλ. Χ. 358, Ὀδ. Λ. 73· οὕτως ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Φοίν. 934. 2) ἐνοχή, ἰδίως αἵματος, δηλ. φόνου ἐνοχή, Λατ. scelus piaculare, παλαιὰ μηνίματα, ἡ ἐνοχή, ἥτις παραμένει εἴς τινα οἰκογένειαν ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν τῶν προγόνων αὐτῆς, Πλάτ. Φαῖδρ. 244D· μ. τῶν ἀλιτηρίων προστρίβεσθαί τινι Ἀντιφῶν 127. 1· πρβλ. Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 941, Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 637. ΙΙ. ἔκρηξις ὀργῆς, Jac. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 826.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 cause de colère ou de ressentiment, offense grave;
2 ressentiment, courroux.
Étymologie: μηνίω.

Greek Monolingual

μήνιμα, τὸ (Α) μηνίω
1. αφορμή έντονης οργής, αιτία θυμού («μὴ τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι», Ομ. Ιλ.)
2. ενοχή, ιδίως για φόνο
3. έκρηξη, ξέσπασμα οργής.

Greek Monotonic

μήνῑμα: -ατος, τό (μηνίω),·
1. το αίτιο της οργής, μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι, (φοβάμαι) μήπως είμαι η αιτία που προκάλεσε την οργή (των θεών) πάνω σου, σε Όμηρ.
2. ενοχή, τύψη για το αίμα που έχει χύσει κάποιος, δηλ. για τη διάπραξη φόνου, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μήνῑμα: ατος τό
1) причина гнева (μὴ τοί τι θεῶν μ. γένωμαι Hom.);
2) pl. (тж. μ. δαιμόνιον Plut.; преимущ. pl.) (божий) гнев, негодование богов (παλαιῶν Ἄρεος ἐκ μηνιμάτων Eur.): τὰ δημόσια τῶν πόλεων μηνίματα Plut. обрушившийся на города божий гнев.

Middle Liddell

μήνῑμα, ατος, τό, μηνίω
1. a cause of wrath, μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι lest I be the cause of bringing wrath upon thee, Hom.
2. guilt, blood-guiltiness, Plat.