ἐπίσσυτος: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπίσσῠτος:'''<br /><b class="num">1)</b> неудержимый, стремительный (δύαι, βίου τύχαι Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> бурно вторгающийся, внезапный ([[φάμα]] Eur.). | |elrutext='''ἐπίσσῠτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неудержимый]], [[стремительный]] (δύαι, βίου τύχαι Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[бурно вторгающийся]], [[внезапный]] ([[φάμα]] Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐπίσσῠτος, ον [[ἐπέσσυμαι]],] perf. of [[ἐπισεύω]]<br />[[rushing]], [[gushing]], of tears, Aesch.: [[violent]], [[sudden]], of misfortunes, Aesch.: c. acc. [[rushing]] [[upon]], τὰς φρένας Eur. | |mdlsjtxt=ἐπίσσῠτος, ον [[ἐπέσσυμαι]],] perf. of [[ἐπισεύω]]<br />[[rushing]], [[gushing]], of tears, Aesch.: [[violent]], [[sudden]], of misfortunes, Aesch.: c. acc. [[rushing]] [[upon]], τὰς φρένας Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:41, 15 May 2022
English (LSJ)
ον (ἐπισεύω, ἐπέσσυμαι) rushing, gushing, κλαυμάτων πηγαί A.Ag.887; violent, sudden, δύαι ib.1150 (lyr.); βίου τύχαι Id.Eu.924 (lyr.); φήμα E.Hipp.574 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 981] (ἐπισεύω), herzueilend, herandringend, schnell eintretend, κλαυμάτων ἐπίσσυτοι πηγαί Aesch. Ag. 861, vgl. 1121; βίου τύχαι Eum. 883; Eur. Hipp. 574.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσσῠτος: -ον, (ἐπισεύω, ἐπέσσυμαι) ὁ ἐξορμῶν, ὁ ἀναβλύζων μεθ’ ὁρμῆς, ἐπὶ δακρύων, κλαυμάτων ἐπίσσυτοι πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ’ ἔνι σταγὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 887· βίαιος, αἰφνίδιος, δύαι αὐτόθι 1150· βίου τύχαι ὁ αὐτ. Εὐμ. 924· μετ’ αἰτ., ὁρμητικός, φρένας ἐπίσσυτος Εὐρ. Ἱππ. 574.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui jaillit avec force ; violent, soudain;
2 qui fond sur, acc..
Étymologie: ἐπισσεύω.
Greek Monolingual
ἐπίσσυτος, -ον (Α) επισεύομαι
1. (για δάκρυα) αυτός που αναβλύζει ορμητικά («κλαυμάτων ἐπίσσυτοι, πηγαὶ κατεσβήκασιν», Αισχύλ.)
2. βίαιος, ξαφνικός («ἐπίσσυτοι βίου τύχαι», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
ἐπίσσῠτος: -ον (ἐπέσσυμαι, παρακ. του ἐπισεύω), ορμητικός, αυτός που ξεσπά, που αναπηδά, που αναβλύζει με ορμή, λέγεται για δάκρυα, σε Αισχύλ.· βίαιος, αιφνίδιος, λέγεται για συμφορές, στον ίδ.· με αιτ., ορμητικός, τὰς φρένας, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίσσῠτος:
1) неудержимый, стремительный (δύαι, βίου τύχαι Aesch.);
2) бурно вторгающийся, внезапный (φάμα Eur.).
Middle Liddell
ἐπίσσῠτος, ον ἐπέσσυμαι,] perf. of ἐπισεύω
rushing, gushing, of tears, Aesch.: violent, sudden, of misfortunes, Aesch.: c. acc. rushing upon, τὰς φρένας Eur.