φωΐς: Difference between revisions
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fois | |Transliteration C=fois | ||
|Beta Code=fwi/+s | |Beta Code=fwi/+s | ||
|Definition=ΐδος, ἡ, contr. [[φῴς]], [[φῳδός]], only found in plural [[φωΐδες]], [[φῷδες]] (erroneously written [[φοῖδες]] in Arist.Pr.967a27), gen. [[φῴδων]] (Hdn. Gr.2.342):— [[blister]] on the skin, caused by a burn, Hippon.59, Ar. Pl.535 (anap.), Fr.345, Hp.Morb.2.54, Diocl.Fr.80. | |Definition=ΐδος, ἡ, contr. [[φῴς]], [[φῳδός]], only found in plural [[φωΐδες]], [[φῷδες]] (erroneously written [[φοῖδες]] in Arist.Pr.967a27), gen. [[φῴδων]] (Hdn. Gr.2.342):— [[blister]] on the [[skin]], caused by a [[burn]], Hippon.59, Ar. Pl.535 (anap.), Fr.345, Hp.Morb.2.54, Diocl.Fr.80. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:02, 4 June 2022
English (LSJ)
ΐδος, ἡ, contr. φῴς, φῳδός, only found in plural φωΐδες, φῷδες (erroneously written φοῖδες in Arist.Pr.967a27), gen. φῴδων (Hdn. Gr.2.342):— blister on the skin, caused by a burn, Hippon.59, Ar. Pl.535 (anap.), Fr.345, Hp.Morb.2.54, Diocl.Fr.80.
German (Pape)
[Seite 1321] ΐδος, ἡ, zsgzgn φῴς, φῳδός, in der Regel nur im plur. φωΐδες, φῷδες, gen. φῴδων, – Blasen auf der Haut, Brandblasen, schwarze Brandflecken; Hippocr.; Ar. Plut. 535; B. A. 70.
French (Bailly abrégé)
φωΐδος (ἡ) :
tache de brûlure sur la peau.
Étymologie: φάος.
Greek Monolingual
και φοΐς, -ΐδος και συνηρ. τ. φῴς, φῳδός, ἡ, Α
φυσαλλίδα στην επιφάνεια του δέρματος, που οφείλεται σε έγκαυμα και περιέχει υδαρές υγρό, φλύκταινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, ο τ. ανάγεται στη μορφή bhō-w- της ρίζας του φώγω «ψήνω, καίω», αν θεωρηθεί ως αρχική η σημ. της λ. «έγκαυμα». Λιγότερο πιθανή, ωστόσο, θεωρείται η άποψη ότι ο τ. με αρχική σημ. «φουσκάλα, φλύκταινα», ανάγεται στην ΙΕ ρίζα p(h)ŭ- (πρβλ. φῦσα, λατ. pussula / pustula) και έχει σχηματιστεί πιθ. από μια μορφή phōu- της ρίζας (πρβλ. φώκη) με επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφ-ίς)].
Russian (Dvoretsky)
φωΐς: φωΐδος, стяж. φῷς, φῳδός ἡ (только pl.; gen. pl. φῴδων) ожог, волдырь (от ожога) Arph., Arst.