εξαιρώ: Difference between revisions
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἐξαιρῶ, -έω) [[αιρώ]]<br /><b>1.</b> [[βγάζω]] από [[μέσα]], [[αφαιρώ]]<br /><b>2.</b> δεν [[συμπεριλαμβάνω]] με άλλους, [[αποκλείω]] («τὰς μητέρας ἐξελόντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> για ειδικούς λόγους [[απαλλάσσω]] ή [[αποκλείω]] κάποιον από [[καθήκον]] ή [[δικαίωμα]] («ο [[νόμος]] εξαιρεί τα [[παιδιά]] τών πολυτέκνων»)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> <b>μέσ.</b> [[εξαιρούμαι]]<br />δεν περιλαμβάνομαι, [[αποκλίνω]] από τον γενικό κανόνα<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐξῃρημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br /><b>1.</b> [[ξεχωριστός]], [[εξαιρετικός]]<br /><b>2.</b> [[υπερβολικός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[απελευθερώνω]] ( | |mltxt=(AM ἐξαιρῶ, -έω) [[αιρώ]]<br /><b>1.</b> [[βγάζω]] από [[μέσα]], [[αφαιρώ]]<br /><b>2.</b> δεν [[συμπεριλαμβάνω]] με άλλους, [[αποκλείω]] («τὰς μητέρας ἐξελόντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> για ειδικούς λόγους [[απαλλάσσω]] ή [[αποκλείω]] κάποιον από [[καθήκον]] ή [[δικαίωμα]] («ο [[νόμος]] εξαιρεί τα [[παιδιά]] τών πολυτέκνων»)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> <b>μέσ.</b> [[εξαιρούμαι]]<br />δεν περιλαμβάνομαι, [[αποκλίνω]] από τον γενικό κανόνα<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐξῃρημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br /><b>1.</b> [[ξεχωριστός]], [[εξαιρετικός]]<br /><b>2.</b> [[υπερβολικός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[απελευθερώνω]] («ἐξελοῦ αὐτὸν ἀπὸ παντὸς κακοῦ»)<br /><b>2.</b> [[υπερβαίνω]] («οὐσίας ὁ θεὸς ἐξῄρηται καὶ ἔστιν ὑπερουσίως», [[Διονύσιος]] [[Αρεοπαγίτης]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βγάζω]], [[αφαιρώ]] με βίαιη [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐξαιροῦμαι</i><br />α) [[βγάζω]] [[κάτι]] έξω, [[ανασύρω]] («φαρέτρης ἐξείλετο πικρόν ὀϊστόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[αποστερώ]] («Γλαύκῳ φρένας ἐξέλετο [[Ζεύς]]»<br />«του πήρε τα μυαλά, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐξαιροῦμαι</i><br />α) (για [[φορτίο]]) ξεφορτώνομαι<br />β) [[υπερέχω]]<br /><b>4.</b> (για αιχμαλώτους, [[λάφυρα]] <b>κ.λπ.</b>) [[διαλέγω]] και [[δίνω]] σε κάποιον για να τον τιμήσω («Δημοσθένει έξῃρέθησαν [[τριακόσιοι]] πανοπλίαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> (για χώρο) [[ξεχωρίζω]] και [[αφιερώνω]] σε κάποιον («τῷ βασιλέι... τεμένεα ἐξελών», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αφαιρώ]] βίαια [[κάτι]] πολύτιμο<br /><b>7.</b> [[διώχνω]] [[κάτι]] από τη [[θέση]] του («περιιὼν τὸν νηὸν κύκλῳ ἐξαίρεε τοὺς στρουθούς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> (για ψυχική [[κατάσταση]]) [[παύω]] («ὀδυρμοὺς ἄρα ἐξαιρήσομεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> [[εξολοθρεύω]], [[αφανίζω]]<br /><b>10.</b> (για πόλεις, σπίτια <b>κ.λπ.</b>) [[καταστρέφω]] από τα θεμέλια, [[ισοπεδώνω]] («τὴν πόλιν ταύτην ἐθέλων ἐξελεῖν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[εξουδετερώνω]], [[εκμηδενίζω]] («φθίνοντα γὰρ Δαλίου θέσφατ' ἐξαιροῦσιν ἤδη», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>12.</b> [[εκτελώ]], [[φέρνω]] σε [[πέρας]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:55, 13 June 2022
Greek Monolingual
(AM ἐξαιρῶ, -έω) αιρώ
1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ
2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών πολυτέκνων»)
2. γραμμ. μέσ. εξαιρούμαι
δεν περιλαμβάνομαι, αποκλίνω από τον γενικό κανόνα
μσν.
(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξῃρημένος, -η, -ον
1. ξεχωριστός, εξαιρετικός
2. υπερβολικός
αρχ.-μσν.
1. απελευθερώνω («ἐξελοῦ αὐτὸν ἀπὸ παντὸς κακοῦ»)
2. υπερβαίνω («οὐσίας ὁ θεὸς ἐξῄρηται καὶ ἔστιν ὑπερουσίως», Διονύσιος Αρεοπαγίτης)
αρχ.
1. βγάζω, αφαιρώ με βίαιη κίνηση
2. μέσ. ἐξαιροῦμαι
α) βγάζω κάτι έξω, ανασύρω («φαρέτρης ἐξείλετο πικρόν ὀϊστόν», Ομ. Ιλ.)
β) αποστερώ («Γλαύκῳ φρένας ἐξέλετο Ζεύς»
«του πήρε τα μυαλά, Ομ. Ιλ.)
3. παθ. ἐξαιροῦμαι
α) (για φορτίο) ξεφορτώνομαι
β) υπερέχω
4. (για αιχμαλώτους, λάφυρα κ.λπ.) διαλέγω και δίνω σε κάποιον για να τον τιμήσω («Δημοσθένει έξῃρέθησαν τριακόσιοι πανοπλίαι», Θουκ.)
5. (για χώρο) ξεχωρίζω και αφιερώνω σε κάποιον («τῷ βασιλέι... τεμένεα ἐξελών», Ηρόδ.)
6. αφαιρώ βίαια κάτι πολύτιμο
7. διώχνω κάτι από τη θέση του («περιιὼν τὸν νηὸν κύκλῳ ἐξαίρεε τοὺς στρουθούς», Ηρόδ.)
8. (για ψυχική κατάσταση) παύω («ὀδυρμοὺς ἄρα ἐξαιρήσομεν», Πλάτ.)
9. εξολοθρεύω, αφανίζω
10. (για πόλεις, σπίτια κ.λπ.) καταστρέφω από τα θεμέλια, ισοπεδώνω («τὴν πόλιν ταύτην ἐθέλων ἐξελεῖν», Ηρόδ.)
11. εξουδετερώνω, εκμηδενίζω («φθίνοντα γὰρ Δαλίου θέσφατ' ἐξαιροῦσιν ἤδη», Σοφ.)
12. εκτελώ, φέρνω σε πέρας.