θητεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θητεύω:''' (эп. inf. praes. θητευέμεν)<br /><b class="num">1)</b> (тж. θ. ἐπὶ μισθῷ Her.) служить по найму, быть в услужении ([[παρά]] τινι Her., Plat.): βουλοίμην κ᾽ [[ἐπάρουρος]] ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ Hom. я предпочел бы, как земледелец, батрачить у другого;<br /><b class="num">2)</b> служить (τῷ Εὐρυσθεῖ Arst.; Παλλάδι Anth.).
|elrutext='''θητεύω:''' (эп. inf. praes. θητευέμεν)<br /><b class="num">1)</b> (тж. θ. ἐπὶ μισθῷ Her.) служить по найму, быть в услужении ([[παρά]] τινι Her., Plat.): βουλοίμην κ᾽ [[ἐπάρουρος]] ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ Hom. я предпочел бы, как земледелец, батрачить у другого;<br /><b class="num">2)</b> [[служить]] (τῷ Εὐρυσθεῖ Arst.; Παλλάδι Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θητεύω]], [θής]<br />to be a [[serf]] or [[menial]], [[serve]] for [[hire]], Hom., Hdt., [[attic]]
|mdlsjtxt=[[θητεύω]], [θής]<br />to be a [[serf]] or [[menial]], [[serve]] for [[hire]], Hom., Hdt., [[attic]]
}}
}}

Revision as of 12:40, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θητεύω Medium diacritics: θητεύω Low diacritics: θητεύω Capitals: ΘΗΤΕΥΩ
Transliteration A: thēteúō Transliteration B: thēteuō Transliteration C: thiteyo Beta Code: qhteu/w

English (LSJ)

A to be a serf or labourer, Λαομέδοντι… θητεύσαμεν εἰς ἐνιαυτόν Il.21.444, cf. Od.18.357; θητευέμεν ἄλλῳ, ἀνδρὶ παρ' ἀκλήρῳ 11.489, cf. E.Alc.6, Cyc.77 (lyr.), Pl.Euthphr.4c, R.359d, Phld.Piet.63; θ. ἐπὶ μισθῷ παρά τινι Hdt.8.137; θ. εἰς τὸ τεῖχος labour at it, Philostr.Her.12a.3; θ. Παλλάδι καὶ Παφίῃ serve, AP5.292.12 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 1211] ein θής sein, um Lohn arbeiten u. dienen; Il. 21, 44 Od. 18, 357; παρά τινι, 11, 489, wie Eur. Alc. 3; ἐπὶ μισθῷ παρὰ βασιλῆϊ Her. 8, 137; Plat. Euthyph. 4 c Rep. II, 359 d u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

θητεύω: δουλεύω ἐπὶ μισθῷ (ἴδε θής), Λαομέδοντι… θητεύσαμεν εἰς ἐνιαυτὸν Ἰλ. Φ. 444, πρβλ. Ὀδ. Σ. 357· θητευέμεν ἄλλῳ, ἀνδρὶ παρ’ ἀκλήρῳ Λ. 489, πρβλ. Εὐρ. Ἀλκ. 6, Κύκλ. 77, Πλάτ. Εὐθύφρ. 4C, Πολ. 359D· θ. ἐπὶ μισθῷ παρά τινι Ἡρόδ. 8. 137· θ. εἰς τὸ τεῖχος, ἐργάζομαι εἰς τὸ τ., Φιλόστρ. 721· θ. Παλλάδι καὶ Παφίῃ, ὑπηρετεῖν, Ἀνθ. Π. 5. 293, 12.

French (Bailly abrégé)

travailler pour un salaire.
Étymologie: θής.

English (Autenrieth)

(θής), inf. θητευέμεν, aor. θητεύσαμεν: be a day laborer, work for hire.

Greek Monolingual

(ΑΜ θητεύω) θης
1. δουλεύω, εργάζομαι με μισθό
2. υπηρετώ, ασχολούμαι αποκλειστικά και με αφοσίωση («θητεύει στην επιστήμη»)
νεοελλ.
κάνω τη θητεία μου.

Greek Monotonic

θητεύω: Επικ. απαρ. θητευέμεν, μέλ. -σω· (θής), είμαι υπηρέτης ή δούλος, υπηρετώ έναντι μίσθωσης, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

θητεύω: (эп. inf. praes. θητευέμεν)
1) (тж. θ. ἐπὶ μισθῷ Her.) служить по найму, быть в услужении (παρά τινι Her., Plat.): βουλοίμην κ᾽ ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ Hom. я предпочел бы, как земледелец, батрачить у другого;
2) служить (τῷ Εὐρυσθεῖ Arst.; Παλλάδι Anth.).

Middle Liddell

θητεύω, [θής]
to be a serf or menial, serve for hire, Hom., Hdt., attic