καταδιαιτάω: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
mNo edit summary |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταδιαιτάω:'''<br /><b class="num">1)</b> в арбитражном порядке осудить, решить в неблагоприятном (для кого-л.) смысле ([[δίκην]] Dem.): ἐρήμην κ. τινος Dem. заочно вынести неблагоприятное арбитражное решение по чьему-л. делу;<br /><b class="num">2)</b> med. добиться осуждения (τινος Lys.). | |elrutext='''καταδιαιτάω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[в арбитражном порядке осудить]], [[решить в неблагоприятном]] (для кого-л.) смысле ([[δίκην]] Dem.): ἐρήμην κ. τινος Dem. заочно вынести неблагоприятное арбитражное решение по чьему-л. делу;<br /><b class="num">2)</b> med. добиться осуждения (τινος Lys.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ήσω perf. -[[δεδιῄτηκα]] [v. [[διαιτάω]]<br />to [[decide]] as [[arbitrator]] [[against]], [[give]] [[judgment]] [[against]] c. gen., Dem.: Pass. to be [[decided]] [[against]] one, Dem. | |mdlsjtxt=fut. ήσω perf. -[[δεδιῄτηκα]] [v. [[διαιτάω]]<br />to [[decide]] as [[arbitrator]] [[against]], [[give]] [[judgment]] [[against]] c. gen., Dem.: Pass. to be [[decided]] [[against]] one, Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:10, 19 August 2022
English (LSJ)
decide as arbitrator against one, give judgement against, opp. ἀποδιαιτάω, ὁ διαιτητὴς οὐ κατεδιῄτα, ἀλλ' ἀπιὼν ᾤχετο ἀποδιαιτήσας τούτου τὴν δίαιταν D.49.19, cf. 21.84; οἷός τ' ἦν πείθειν αὐτόν, ἣν κατεδεδιῃτήκει, ταύτην ἀποδεδιῃτημένην ἀποφαίνειν ib.85; ἔρημον κ. τινὸς (δίκην) give judgement in default against one, Id.21.92, cf. 40.17, Luc.Pr.Im.15: metaph., condemn, c. gen., Alciphr.1.31:—Med., καταδιαιτᾶσθαι δίαιτάν τινος to = be the cause of an arbitration being given against one, Lys.25.16.
German (Pape)
[Seite 1346] als Schiedsrichter, διαιτητής, gegen Einen erkennen; κατεδιῄτησάν τινος, Is. frg. 1, 11; Dem. 27, 51 u. öfter; δίκην καταδεδιῃτήκει, im Ggstz von ἀποδιαιτάω, 21, 85, wie ἐρήμην καταδιαιτήσας Luc. pro imag. 15. – Med., ἔφη με καταδιαιτήσασθαι τὴν δίκην αὑτοῦ Dem. 40, 18, zu seinen Gunsten ein schiedsrichterliches Urtheil fällen lassen; οὐδὲ δίαιταν καταδιαιτησάμενος οὐδενός Lys. 25, 16. – Das pass., καταδεδιῃτημένοι, Poll. 8, 129.
Greek (Liddell-Scott)
καταδιαιτάω: (ἴδε διαιτάω) ὡς διαιτητὴς ἐκφέρω κρίσιν ἐναντίον τινός, ἀντίθετον τῷ ἀποδιαιτάω, ὁ διαιτητὴς οὐ κατεδιῄτα, ἀλλ’ ἀπιὼν ᾤχετο ἀποδιαιτήσας τούτου τὴν δίαιταν Δημ. 1190. 8, πρβλ. 542. 1· οἷός τ’ ἦν πείθειν αὐτόν, ἣν κατεδεδιῃτήκει, ταύτην ἀποδεδιῃτημένην ἀποφαίνειν αὐτόθι 6, πρβλ. 544. 7., 1013. 21· ἐρήμην καταδιαιτᾶν τινος, παταδικάζειν τινὰ ἐρήμην, Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 15. ― Μέσ., καταδιαιτᾶσθαι δίαιτάν τινος, ὅταν ἐνεργήσῃ τις ὥστε νὰ ἐκδοθῇ ἀπόφασις ἐναντίον τινὸς ἐν διαίτῃ, Λυσ. 172. 38· πρβλ. Reiske εἰς Δημ. 1013. 23., 1272. 9, καὶ ἴδε καταδικάζω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. καταδιαιτήσω, ao. avec double augm. κατεδιῄτησα, pf. καταδεδιῄτηκα, pqp. καταδεδιῃτήκειν;
pf. Pass. καταδεδιῄτημαι;
condamner par un jugement arbitral;
Moy. καταδιαιτάομαι, καταδιαιτῶμαι faire condamner par sentence arbitrale.
Étymologie: κατά, διαιτάω.
Greek Monotonic
καταδιαιτάω: μέλ. -ήσω, παρακ. -δεδιῄτηκα (βλ. διαιτάω), ως διαιτητής κρίνω εναντίον κάποιου, εκδίδω απόφαση εναντίον κάποιου, καταδικάζω με γεν., σε Δημ. — Παθ., καταδικάζομαι, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-διαιτάω, met gen.: (in arbitragezaken) een beslissing nemen tegen:, ἐρήμην καταδιαιτήσας τοῦ βιβλίου het boek veroordelen zonder de tegenpartij te horen Luc. 50.15, abs. een uitspraak doen in iemands nadeel; med. causat.: δίαιταν καταδιαιτησάμενος οὐδενός hoewel ik niemand een veroordeling door een scheidsrechter heb bezorgd Lys. 25.16.
Russian (Dvoretsky)
καταδιαιτάω:
1) в арбитражном порядке осудить, решить в неблагоприятном (для кого-л.) смысле (δίκην Dem.): ἐρήμην κ. τινος Dem. заочно вынести неблагоприятное арбитражное решение по чьему-л. делу;
2) med. добиться осуждения (τινος Lys.).
Middle Liddell
fut. ήσω perf. -δεδιῄτηκα [v. διαιτάω
to decide as arbitrator against, give judgment against c. gen., Dem.: Pass. to be decided against one, Dem.