ἐπιλογίζομαι: Difference between revisions
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , , $4 $5") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιλογίζομαι:''' (fut. ἐπιλογίσομαι - атт. ἐπιλογιοῦμαι)<br /><b class="num">1)</b> считать, полагать, думать (ἐπιλογισθέντες ὅτι [[οὔτε]] πλήθεϊ ἕξουσι [[χρᾶσθαι]] οἱ βάρβαροι, [[οὔτε]] ἵππῳ Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[принимать во внимание]], [[учитывать]] (οὐδὲν τούτων Xen.);<br /><b class="num">3)</b> обращаться с речью (πρὸς ὀργὴν ἢ ἔλεον Arst.). | |elrutext='''ἐπιλογίζομαι:''' (fut. ἐπιλογίσομαι - атт. ἐπιλογιοῦμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[считать]], [[полагать]], [[думать]] (ἐπιλογισθέντες ὅτι [[οὔτε]] πλήθεϊ ἕξουσι [[χρᾶσθαι]] οἱ βάρβαροι, [[οὔτε]] ἵππῳ Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[принимать во внимание]], [[учитывать]] (οὐδὲν τούτων Xen.);<br /><b class="num">3)</b> обращаться с речью (πρὸς ὀργὴν ἢ ἔλεον Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] -λογιοῦμαι aor1 -ελογισάμην and -ελογίσθην<br />Dep., to [[reckon]] [[over]], [[conclude]], ὅτι . . Hdt.; ἐπ. τι to [[take]] [[account]] of a [[thing]], Xen. | |mdlsjtxt=fut. [[attic]] -λογιοῦμαι aor1 -ελογισάμην and -ελογίσθην<br />Dep., to [[reckon]] [[over]], [[conclude]], ὅτι . . Hdt.; ἐπ. τι to [[take]] [[account]] of a [[thing]], Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 19 August 2022
English (LSJ)
Att. fut. A -λογῐοῦμαι Pl.Ax.365b: aor. -ελογισάμην X. (v. infr.), D. (v. infr.), -ελογίσθην Hdt. (v. infr.): pf. -λελόγισμαι D.H.3.15:— reckon over, conclude, consider, ὅτι . . Hdt.7.177, D.44.34, Pl. l.c., Phld.Sign.8,al.; τὰ ἄλλα ὀρθῶς ἐ. D.H.l.c.; take into account, οὐδὲν τοῦτο ἐπελογίσαντο X.HG7.5.16; οὐκ ἐπιλογίζεται τὸ τέταρτον, of the Egyptian year of 365 days, Procl.Hyp.3.56; ἐ. δείγμασιν οὐκ ἀμφιβόλοις Theol.Ar.33:—Pass., τὰ βουλαῖς -λογισθέντα Ph.1.428, cf. Phld.D.1.15. II. address the peroration, πρὸς ὀργὴν ἢ ἔλεον Theodect. ap.Rh.7.33 W.
German (Pape)
[Seite 958] dep. med., bei Her. aor. pass., überdenken, überlegen, berücksichtigen, ἐπιλογισθέντες ὅτι ἕξουσι Her. 7, 177; praes., Plat. Ax. 365 d; οὐδὲν τούτου ἐπελογίσαντο Xen. Hell. 7, 5, 16, sie kehrten sich nicht daran. – Dabei überlegen, τινί, Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλογίζομαι: μέλλ. Ἀττ. -λογῐοῦμαι, Πλάτ. Ἀξ. 365Β. ἀόρ. -ελογισάμην Ξεν., Δημ., -ελογίσθην Ἡρόδ.: πρκμ. -λελόγισμαι Διον. Ἁλ. 3. 15· Ἀποθ. Ἀναλογίζομαι, συμπεραίνω, θεωρῶ, ὅτι.. Ἡρόδ. 7. 177, Δημ. 1090, ἐν τέλ.· οὐδὲν τοῦτο ἐπελογίσαντο, nullam hujus rei rationem habuerunt, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5. 16· πρβλ. ἐπιλογιστέον. ΙΙ. ἀπαγγέλλω, λέγω τὸν ἐπίλογον, ὅτι ἔργον ῥήτορος, ὥς φησι Θεοδέκτης, προοιμιάσασθαι πρὸς εὔνοιαν, διηγήσασθαι πρὸς πιθανότητα... ἐπιλογίσασθαι πρὸς ὀργὴν ἢ ἔλεον Ἀριστ. Ἀποσπ. 123.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπιλογίσομαι, att. ἐπιλογιοῦμαι, ao. ἐπελογισάμην ou ἐπελογίσθην;
1 tenir compte de, considérer, acc.;
2 penser à, réfléchir à, τινι.
Étymologie: ἐπί, λογίζομαι.
Greek Monolingual
ἐπιλογίζομαι (Α) επίλογος
1. σκέπτομαι, αναλογίζομαι
2. υπολογίζω, θεωρώ άξιο λόγου
3. απαγγέλλω τον επίλογο ρητορικού λόγου.
Greek Monotonic
ἐπιλογίζομαι: μέλ. Αττ. -λογιοῦμαι, αόρ. αʹ -ελογισάμην και -ελογίσθην· αποθ., αναλογίζομαι, συμπεραίνω, ὅτι..., σε Ηρόδ.· ἐπ. τι, υπολογίζω κάτι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλογίζομαι: (fut. ἐπιλογίσομαι - атт. ἐπιλογιοῦμαι)
1) считать, полагать, думать (ἐπιλογισθέντες ὅτι οὔτε πλήθεϊ ἕξουσι χρᾶσθαι οἱ βάρβαροι, οὔτε ἵππῳ Her.);
2) принимать во внимание, учитывать (οὐδὲν τούτων Xen.);
3) обращаться с речью (πρὸς ὀργὴν ἢ ἔλεον Arst.).
Middle Liddell
fut. attic -λογιοῦμαι aor1 -ελογισάμην and -ελογίσθην
Dep., to reckon over, conclude, ὅτι . . Hdt.; ἐπ. τι to take account of a thing, Xen.