ὑπερκύπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 , $3:")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπερκύπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> наклоняться, нагибаться: ὑπερκύψας [[κατεῖδον]] Plat. перегнувшись, я увидел (следующее); τοῦ στομίου ὑπερκῦψαι Luc. высунуться из ворот, выглянуть за ворота;<br /><b class="num">2)</b> [[превосходить]] (ὄλβον τινός Anth.).
|elrutext='''ὑπερκύπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[наклоняться]], [[нагибаться]]: ὑπερκύψας [[κατεῖδον]] Plat. перегнувшись, я увидел (следующее); τοῦ στομίου ὑπερκῦψαι Luc. высунуться из ворот, выглянуть за ворота;<br /><b class="num">2)</b> [[превосходить]] (ὄλβον τινός Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br /><b class="num">I.</b> to [[stretch]] and [[peep]] [[over]], Plat.; c. gen., Luc.<br /><b class="num">II.</b> to [[step]] [[beyond]], [[overstep]], c. acc., Anth.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br /><b class="num">I.</b> to [[stretch]] and [[peep]] [[over]], Plat.; c. gen., Luc.<br /><b class="num">II.</b> to [[step]] [[beyond]], [[overstep]], c. acc., Anth.
}}
}}

Revision as of 18:45, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερκύπτω Medium diacritics: ὑπερκύπτω Low diacritics: υπερκύπτω Capitals: ΥΠΕΡΚΥΠΤΩ
Transliteration A: hyperkýptō Transliteration B: hyperkyptō Transliteration C: yperkypto Beta Code: u(perku/ptw

English (LSJ)

A pop one's head up, bob up, peep over, Hom.Epigr.14.22, J.AJ12.7.4; ἐπὶ δένδρεόν τι ἀμβὰς ὑπερέκυπτε εἰς τὸ ἄβατον IG 42(1).121.91 (Epid., iv B. C.); ὑπερκύψας . . κατεῖδον Pl.Euthd.271a; (the cake) ὑπερέκυπτε τοῦ κανοῦ Nicostr.Com.15; τοῦ στομίον Luc. Luct.16; ἀνανήξασθαι καὶ ὑπερκῦψαι (sc. κλύδωνος) Ph.1.210, cf. 2.85; of water-plants, τοῦ ὕδατος Dsc.4.100, cf. 113; of a muscle, emerge, come to the surface, Gal.UP11.3,5; ὑπερκύπτει τις [τῶν φρενῶν] μοῖρα πρὸς ὑποχόνδριον οἷν χάραξ ib.7.21: c. acc., τὴν κυρτότητα τῆς θαλάττης look over the top of, Theo Sm.p.123 H. 2 command a view of, σκοπιάν, ἢ ὑπερκύπτει τὸν οὐρανόν Them.Or.23.293b. II put one's head over, c. acc., ταῦρον . . μέγαν, ὃς ὑπερκύψας τὸ Ταΰγετον ἀπὸ τοῦ Εὐρώτα πίεται Plu.Lyc.15; ὅταν ὑπερκύψη (sc. ἡ φλὲψ) τὸν ἀμνειόν when it passes the inner membrane, Gal.5.555: metaph., overtop, transcend, πολλῶν ὄλβον AP6.250 (Antiphil.); θεὸς ὑ. τὰς δυνάμεις ἑαυτοῦ Ph.1.173.

German (Pape)

[Seite 1198] sich darüber wegbücken, darüber wegsehen; Hom. ep. 14, 22; ὑπερκύψας κατεῖδον Plat. Euthyd. 271 a; hervorgucken, -ragen, τινός, über Etwas, Nicostrat. bei Ath. III, 111 c; Luc. de luct. 16; – darüber hinausgehen, übertreffen, ὄλβον πολλῶν Antiphil. 6 (VI, 250), u. a. Sp., wie Plut. Lyc. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκύπτω: κύπτω ὑπεράνω, προβάλλω τὴν κεφαλὴν ὑπεράνω ἵνα ἴδω, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 14. 22· ὑπερκύψας... κατεῖδον Πλάτ. Εὐθύδ. 271Α· (ὁ πλακοῦς), τὸ δὲ πάχος ὑπερέκυπτε τοῦ κανοῦ Νικόστρατ. ἐν «Κλίνῃ» 1. 2· τοῦ στομίου Λουκ. π. Πένθους 16. ΙΙ. βαίνω πέραν, ὑπερβαίνω, παραλείπω, μετ’ αἰτιατ., Ἀνθ. Π. 6. 250.

French (Bailly abrégé)

1 se pencher sur, se pencher pour regarder dans, gén.;
2 dépasser, surpasser, dominer, acc..
Étymologie: ὑπέρ, κύπτω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. προβάλλω, σηκώνω το κεφάλι πάνω από κάποιον ή από κάτι για να δω
2. έρχομαι στην επιφάνεια, αναδύομαι
αρχ.
1. εξέχω, προεξέχω
2. μτφ. υπερτερώ, υπερβαίνω («πᾶσαν τὴν αἰσθητὴν οὐσίαν ὑπερκύπτειν», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + κύπτω «σκύβω»].

Greek Monotonic

ὑπερκύπτω: μέλ. -ψω,
I. τεντώνομαι και κοιτώ πάνω από, σε Πλάτ.· με γεν., σε Λουκ.
II. βαδίζω πέρα από, υπερβαίνω, με αιτ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερκύπτω:
1) наклоняться, нагибаться: ὑπερκύψας κατεῖδον Plat. перегнувшись, я увидел (следующее); τοῦ στομίου ὑπερκῦψαι Luc. высунуться из ворот, выглянуть за ворота;
2) превосходить (ὄλβον τινός Anth.).

Middle Liddell

fut. ψω
I. to stretch and peep over, Plat.; c. gen., Luc.
II. to step beyond, overstep, c. acc., Anth.