μυωπάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μυωπάζω:''' быть близоруким NT.
|elrutext='''μυωπάζω:''' [[быть близоруким]] NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:25, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠωπάζω Medium diacritics: μυωπάζω Low diacritics: μυωπάζω Capitals: ΜΥΩΠΑΖΩ
Transliteration A: myōpázō Transliteration B: myōpazō Transliteration C: myopazo Beta Code: muwpa/zw

English (LSJ)

A blink the eyes, as shortsighted persons do : hence, to be shortsighted, metaph., 2 Ep.Pet.1.9.

German (Pape)

[Seite 224] kurzsichtig sein, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

μυωπάζω: εἶμαι μύωψ, βλέπω ἀμυδρῶς, β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 9. ― Κατὰ Σουΐδ.: «ἐμυωπίασεν (ὡς εἰ ἐνεστ. μυωπιάζω), ἄκροις τοῖς ὀφθαλμοῖς προσέσχε».

French (Bailly abrégé)

avoir la vue courte, être myope.
Étymologie: μυώψ.

English (Strong)

from a compound of the base of μυστήριον and ops (the face; from ὀπτάνομαι); to shut the eyes, i.e. blink (see indistinctly): cannot see far off.

English (Thayer)

(μύωψ, and this from μύειν τούς ὠπας to shut the eyes); to see dimly, see only what is near: R. V. marginal reading) would make it mean here closing the eyes; cf. our English blink). (Aristotle, problem. 31,16, 25.)

Greek Monolingual

(ΑΜ μυωπάζω)
μισοκλείνω τα μάτια μου για να διακρίνω πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά, είμαι μύωπας, πάσχω από μυωπία
νεοελλ.
μτφ. αδυνατώ να εννοήσω τις βαθύτερες αιτίες τών γεγονότων και να προβλέψω τα απώτερα αποτελέσματά τους, δεν αντιλαμβάνομαι μια δυσμενή κατάσταση, παρούσα ή μελλοντική
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «ἐμυωπίασεν, ἄκροις τοῖς ὀφθαλμοῖς προσέσχε».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύωψ, -ωπος + κατάλ. -άζω (πρβλ. θηλ-άζω)].

Greek Monotonic

μυωπάζω: (μύωψ), έχω μυωπία, βλέπω αμυδρά, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

μυωπάζω: быть близоруким NT.

Middle Liddell

μυωπάζω, μύωψ
to be shortsighted, see dimly, NTest.

Chinese

原文音譯:muwp£zw 祕-哦爬索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:閉-觀看
字義溯源:閉著眼睛,近視,只看見近處,霎眼,看不清楚;由(μυστήριον)=奧祕)與(ὠφέλιμος)X*=容貌)組成;其中 (μυστήριον)出自(μυστήριον)X*=封閉),而 (ὠφέλιμος)X出自(ὀπτάνομαι)*=注視)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 近視的(1) 彼後1:9