συμπαραμένω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συμπαραμένω:''' оставаться вместе (τινί Thuc., Men.).
|elrutext='''συμπαραμένω:''' [[оставаться вместе]] (τινί Thuc., Men.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:53, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαραμένω Medium diacritics: συμπαραμένω Low diacritics: συμπαραμένω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΜΕΝΩ
Transliteration A: symparaménō Transliteration B: symparamenō Transliteration C: symparameno Beta Code: sumparame/nw

English (LSJ)

fut. A -μενῶ PSI1.64.3 (i B.C.):—stay along with or among, Hp.Prorrh. 2.15, Int.6: c. dat., Th.6.89, SIG567 A12 (Calymna, iii B.C.); [γυνὴ] ἀτυχοῦντι συμπαρέμεινεν Men.325.11, cf.PSIl.c.; endure as long as, τῷ βίῳ Jul.Caes.324d.

German (Pape)

[Seite 984] (s. μένω), mit od. zugleich dabei bleiben, ἀπ' ἐκείνου ξυμπαρέμεινεν ἡ προστασία ἡμῖν τοῦ πλήθους Thuc. 6, 89.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραμένω: παραμένω ὁμοῦ, Ἱππ. Προρρ. 100· μετὰ δοτ., Θουκ. 6. 89 [γυνὴ] ἀτυχοῦντι συμπαρέμεινεν Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 1. 11.

French (Bailly abrégé)

rester en même temps que, τινι ; abs. persister.
Étymologie: σύν, παραμένω.

English (Strong)

from σύν and παραμένω; to remain in company, i.e. still live: continue with.

English (Thayer)

future ἀυμπαραμένω; "to abide together with (Hippocrates, Thucydides, Dionysius Halicarnassus, others); to continue to live together": τίνι, with one, others, παραμένω, which see) (Psalm 72:5>).

Greek Monolingual

Α παραμένω
1. εξακολουθώ να παραμένω
2. εξακολουθώ να μένω πιστός σε κάποιον
3. διαρκώ όσο και κάποιος άλλος ή κάτι άλλο
4. απομένω («τοῦτο συμπαρέμεινε τοῖς ἐκγόνοις», Θεμίστ.).

Greek Monotonic

συμπαραμένω: μέλ. -μενῶ, παραμένω μαζί με κάποιον ή ανάμεσα σε άλλους, με δοτ., σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παραμένω, Att. ξυμπαραμένω, blijven bij, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συμπαραμένω: оставаться вместе (τινί Thuc., Men.).

Middle Liddell

fut. μενῶ
to stay along with or among others, c. dat., Thuc.

Chinese

原文音譯:sumparamšnw 沁-爬拉-姆挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-側旁-停留
字義溯源:一同活著,繼續著,同住;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(παραμένω)=居留)組成,其中 (παραμένω)又由(παρά)*=旁,出於)與(μένω)*=住)組成。(註:和合本以 (παραμένω)代替 (συμπαραμένω))
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編
1) 同住(1) 腓1:25