φυλία: Difference between revisions

From LSJ

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - " :" to ":")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''φυλία''': {phŭlía}<br />'''Forms''': ion. -ίη<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': Baumname, wahrsch. Art wilder Ölbaum (ε 477 = Nonn. 5, 474 neben [[ἐλαίη]], Paus. 2, 32, 10 neben [[κότινος]] und [[ἔλαιος]]; Philostr. neben [[κότινος]], Ammon. Diff.); H. registriert neben [[εἶδος]] ἀγριελαίας noch die Bedd. ([[εἶδος]]) συκῆς und [[εἶδος]] δένδρου ὅμοιον πρίνῳ. Vgl. noch G. Germain Genèse de l’Odyssée (1954) 308.<br />'''Derivative''': Davon Φυλιαδών, -δόνος N. einer Stadt in Phthiotis (''IG'' 9 : 2, 205,13); vgl. Schwyzer 530.<br />'''Etymology''' : Ohne sichere Etymologie. Die Zurückführung auf [[φύω]] (Strömberg Pfl. 144 mit Hehn) kann wohl höchstens als Volksetymologie gelten.<br />'''Page''' 2,1050
|ftr='''φυλία''': {phŭlía}<br />'''Forms''': ion. -ίη<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': Baumname, wahrsch. Art wilder Ölbaum (ε 477 = Nonn. 5, 474 neben [[ἐλαίη]], Paus. 2, 32, 10 neben [[κότινος]] und [[ἔλαιος]]; Philostr. neben [[κότινος]], Ammon. Diff.); H. registriert neben [[εἶδος]] ἀγριελαίας noch die Bedd. ([[εἶδος]]) συκῆς und [[εἶδος]] δένδρου ὅμοιον πρίνῳ. Vgl. noch G. Germain Genèse de l’Odyssée (1954) 308.<br />'''Derivative''': Davon Φυλιαδών, -δόνος N. einer Stadt in Phthiotis (''IG'' 9: 2, 205,13); vgl. Schwyzer 530.<br />'''Etymology''': Ohne sichere Etymologie. Die Zurückführung auf [[φύω]] (Strömberg Pfl. 144 mit Hehn) kann wohl höchstens als Volksetymologie gelten.<br />'''Page''' 2,1050
}}
}}

Revision as of 10:55, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠλία Medium diacritics: φυλία Low diacritics: φυλία Capitals: ΦΥΛΙΑ
Transliteration A: phylía Transliteration B: phylia Transliteration C: fylia Beta Code: fuli/a

English (LSJ)

poet. φυλίη, ἡ, a tree mentioned with the olive in Od.5.477 (δοιοὺς . . θάμνους, ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτας—ὁ μὲν φυλίης, ὁ δ' ἐλαίης), apptly. (cf. Sch.ad loc., Hsch.) a kind of wild olive, but distinguished from κότινος and said to be Troezenian by Paus.2.32.10 (written φυλλία), cf. Philostr.Gym.43, Nonn.D.5.474; wrongly identified by Ammon. Diff. p.135V. with σχῖνος.

German (Pape)

[Seite 1314] ἡ, der wilde Oelbaum, Od. 5, 477, sonst κότινος. Ammonius nimmt es für den Mastirstrauch, σχῖνος.

Greek (Liddell-Scott)

φῠλία: ἡ, δένδρον τι μνημονευόμενον μετὰ τῆς ἐλαίας ἐν Ὀδ. Ε. 477 (δοιοὺς… θάμνους, ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτας ― ὁ μὲν φυλίης, ὁ δ’ ἐλαίης), ἔνθα συνήθως ἐκλαμβάνεται ὡς εἶδος ἀγρίας ἐλαίας, πρβλ. Παυσ. 2. 32, 10· ἀλλ’ ἴσωςἑρμηνεία αὕτη προῆλθεν ἐκ συγχύσεως πρὸς τὸ ὄνομα φαυλία· ὁ Ἀμμώνιος λέγει: «φαυλία καὶ φυλία διαφέρει· φαυλία μὲν γὰρ εἶδος ἐλαίας, φυλία δὲ ἡ σχῖνος»· κατὰ τὸν Billerbe k Rhamnus alaternus (ὅπερ ἔτι καὶ νῦν λέγεται φυλίκη ἐν Κερκύρᾳ καὶ ἐν Ἀγράφοις).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
olivier sauvage ; sel. d’autres sorte de nerprun, plante.
Étymologie: DELG phytonyme obscur.
Syn. ἀγριέλαιος, ἔλαιος, κότινος, πυρκαϊά.

Greek Monolingual

και φυλλία, ἡ, Α
ονομασία διαφόρων φυτών (α. «φυλία ἐστὶν εἶδος ἀγριελαίας», Ησύχ.
β. «... ἄλλοι συκῆς, οἱ δὲ εἶδος δένδρου ὅμοιον πρίνῳ», Ησύχ.
γ. «φυλία
εἶδος ἐλαίας, μυρρίνης ὅμοια φύλλα ἐχούσης», Σχόλ. Ομ.
δ. «πᾱν ὅσον ἄκαρπον ἐλαίας, κότινον καὶ φυλίαν», Παυσ.
δ. «φυλία δὲ ἡ σχῑνος», Αμμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. ονομ. φυτού, η οποία απαντά πιθ. ήδη στη Μυκηναϊκή ως α' συνθετικό στο τοπωνύμιο pu2ra2akereu. Η σύνδεση με τον τ. φιλύκη / φυλίκη, επίσης ονομ. φυτού, δεν θεωρείται πιθανή].

Greek Monotonic

φῠλία: ποιητ. —ίη, ἡ, δέντρο που αναφέρεται μαζί με την ελιά, σε Ομήρ. Οδ.· είτε άγρια ελιά, είτε σχίνος.

Middle Liddell

φῠλία, ἡ,
a tree mentioned with the olive in Od.; either the wild olive, or the buck-thorn.

Frisk Etymology German

φυλία: {phŭlía}
Forms: ion. -ίη
Grammar: f.
Meaning: Baumname, wahrsch. Art wilder Ölbaum (ε 477 = Nonn. 5, 474 neben ἐλαίη, Paus. 2, 32, 10 neben κότινος und ἔλαιος; Philostr. neben κότινος, Ammon. Diff.); H. registriert neben εἶδος ἀγριελαίας noch die Bedd. (εἶδος) συκῆς und εἶδος δένδρου ὅμοιον πρίνῳ. Vgl. noch G. Germain Genèse de l’Odyssée (1954) 308.
Derivative: Davon Φυλιαδών, -δόνος N. einer Stadt in Phthiotis (IG 9: 2, 205,13); vgl. Schwyzer 530.
Etymology: Ohne sichere Etymologie. Die Zurückführung auf φύω (Strömberg Pfl. 144 mit Hehn) kann wohl höchstens als Volksetymologie gelten.
Page 2,1050