κάτοξυς: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
m (Text replacement - "strengthd." to "strengthened")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=εια, υ;<br /><b>1</b> très aigu, perçant <i>en parl. d’un bruit</i>;<br /><b>2</b> aigu <i>en parl. de maladie</i>;<br /><b>3</b> très vif <i>en parl. de désir</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὀξύς]].
|btext=εια, υ;<br /><b>1</b> très aigu, perçant <i>en parl. d'un bruit</i>;<br /><b>2</b> aigu <i>en parl. de maladie</i>;<br /><b>3</b> très vif <i>en parl. de désir</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὀξύς]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:41, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάτοξυς Medium diacritics: κάτοξυς Low diacritics: κάτοξυς Capitals: ΚΑΤΟΞΥΣ
Transliteration A: kátoxys Transliteration B: katoxys Transliteration C: katoksys Beta Code: ka/tocus

English (LSJ)

εια, υ, strengthened for ὀξύς, A very sharp, piercing, βοή Ar.V.471; of disease, acute, Hp.Aph.1.7 (cf. Gal.18(2).254), Aret.SA1.7, CA1.10; τὸ κ. τῆς ὀρέξεως Hld.1.26.

German (Pape)

[Seite 1404] εια, υ, sehr spitzig; ἄνευ κατοξείας βοῆς ἐς λόγους ἔλθωμεν Ar. Vesp. 471, schneidend, durchdringend; νόσημα Hippocr., von acuten Krankheiten, stärker als ὀξύς.

French (Bailly abrégé)

εια, υ;
1 très aigu, perçant en parl. d'un bruit;
2 aigu en parl. de maladie;
3 très vif en parl. de désir.
Étymologie: κατά, ὀξύς.

Greek Monolingual

κάτοξυς, -όξεια, -υ (Α)
1. πολύ οξύς
2. (για ήχο) διαπεραστικός («ἔσθ' ὅπως ἄνευ μάχης καὶ τῆς κατοξείας βοῆς ἐς λόγους ἔλθοιμεν ἀλλήλοισι», Αριστοφ.)
3. ιατρ. φρ. «κάτοξυ νόσημα» — οξύτατη νόσος με βαριά συμπτώματα που επιφέρει, συνήθως, τον θάνατο μέσα σε λίγες μέρες.

Greek Monotonic

κάτοξυς: -εια, -υ, πολύ κοφτερός, εξαιρετικά αιχμηρός, διαπεραστικός, διατρητικός, λέγεται για τον ήχο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κάτοξυς: εια, υ досл. чрезвычайно острый, перен. пронзительный, резкий (βοή Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάτ-οξυς -εια -υ scherp (van geluid); geneesk. acuut.

Middle Liddell

κάτ-οξυς, εια, υ,
very sharp, piercing, of sound, Ar.