ζωηρός: Difference between revisions
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zoiros | |Transliteration C=zoiros | ||
|Beta Code=zwhro/s | |Beta Code=zwhro/s | ||
|Definition=ά, όν, (ζωή) | |Definition=ά, όν, (ζωή) [[living]] and [[giving life]], Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:43, 23 August 2022
English (LSJ)
ά, όν, (ζωή) living and giving life, Suid.
German (Pape)
[Seite 1142] lebendig, belebend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ζωηρός: -ά, -όν, (ζωὴ) ζῶν καὶ παρέχων ζωήν, Σουΐδ., Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ζωηρός, -ά, -όν)
1. αυτός που έχει σφρίγος, ζωτικότητα, ζωντανός, δραστήριος, ενεργητικός
2. (για πρόσ.) αυτός που δεν δέχεται περιορισμούς, απειθάρχητος, άτακτος
3. αυτός που ρέπει σε ερωτικές περιπέτειες, ερωτιάρης, ερωτύλος
4. μτφ. έντονος, σφοδρός, ορμητικός, ενθουσιώδης («ζωηρή συζήτηση»)
(μσν.- αρχ.)
1. αυτός που δίνει, που παρέχει ζωή
2. το ουδ. ως ουσ. το ζωηρόν
η βιοτική αρχή, ο κανόνας του βίου.
επίρρ...
ζωηρά και ζωηρώς
1. κατά τρόπο ζωηρό, έντονο, ορμητικό
2. κατά τρόπο εκφραστικό
3. γοργά, ευκίνητα
4. σφριγηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιχμηρός, σιωπηρός)].