ὅραμα: Difference between revisions
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ὁράματος (τό) :<br />ce que | |btext=ὁράματος (τό) :<br />ce que l'on voit, spectacle.<br />'''Étymologie:''' [[ὁράω]]. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 11:13, 5 September 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A that which is seen, visible object, sight, Arist. de An. 428a16, EN1173b18, al.; sight, spectacle, X.Cyr.3.3.66; vision during sleep, dream, LXX Ge.15.1, al., PGoodsp.Cair.3.5 (iii B. C.), UPZ78.37 (ii B. C.), SIG1128 (Delos, ii/i B. C.), Cat.Cod.Astr.8(1).249; ἐν τοῖς ὁράμασι τοῦ θεοῦ Aristid.Or.42(6).8 codd. (ἰάμασι cj. Keil). II device, plan, τὸ ὅ. Θάλεω (Camer. εὕρημα) Arist.Pol.1259a31, cf. D. Prooem.55.1.
Greek (Liddell-Scott)
ὅρᾱμα: τό, τὸ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν ὁρώμενον θέαμα, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 3, 12, Ἠθ. Ν. 10. 3, 7, κ. ἀλλ.· διά τε τὰ δεινὰ ὁράματα καὶ διὰ τὸν φόβον Ξεν. Κύρ. 3. 3, 66· ἐμφάνισις τῶν θεῶν ἐν ὁρατῇ μορφῇ, Ἀριστείδ. 1. 38. 2) τὸ ἐν ἐκστάσει ἢ καθ’ ὕπνους ὁρώμενον, ὀπτασία, Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΕ΄, 1, ΜϚ΄, 2), Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 10, κ. ἀλλ., Κλημέντια 397Β, κλ. ΙΙ. ἀντικείμενον σκέψεως, θεωρία, τὸ ὅρ. Θάλεω (Camer. ὥρημα ἢ εὕρημα) Ἀριστ. Πολιτ. 1. 11, 12. ― Ἐντεῦθεν ὁρᾱμᾰτίζομαι, -τισμός, -τιστής, Ἀκύλας καὶ Συμμ. ἐν Παλ. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
ὁράματος (τό) :
ce que l'on voit, spectacle.
Étymologie: ὁράω.
English (Strong)
from ὁράω; something gazed at, i.e. a spectacle (especially supernatural): sight, vision.
English (Thayer)
ὁράματος, τό (ὁράω), that which is seen, a sight, spectacle: a sight divinely granted in an ecstasy or in sleep, a vision, δἰ ὁράματος, ἐν ὁράματι, R G); ὅραμα βλέπειν, ἰδεῖν, Xenophon, Aristotle, Plato, Aelian v. h. 2,3 (others, εἰκών); the Sept. several times for מַרְאֶה, חָזון, Chaldean חֶזְוַא etc.; see ὀπτασία.)
Greek Monotonic
ὅρᾱμα: τό, αυτό που φαίνεται, θέα, θέαμα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὅρᾱμα: ατος τό
1) зрелище, вид Xen.;
2) (зрительный), образ Arst.;
3) воззрение, взгляд (τὸ ὅ. Θαλέω Arst.);
4) видение (ἐν ἐκστάσει NT).
Middle Liddell
ὅρᾱμα, ατος, τό,
that which is seen, a sight, spectacle, Xen.
Chinese
原文音譯:Órama 何拉馬
詞類次數:名詞(12)
原文字根:看見(果效) 相當於: (חֱזוּ) (מַחֲזֶה) (מַרְאֶה)
字義溯源:景象,注視某事物,看見,異象,視覺;源自(εἶδον / ὁράω)*=凝視)。
同義字:1) (ὀπτασία)異象 2) (ὅραμα)景象 3) (ὅρασις)注視中
出現次數:總共(12);太(1);徒(11)
譯字彙編:
1) 異象(10) 徒7:31; 徒9:10; 徒9:12; 徒10:3; 徒10:17; 徒10:19; 徒12:9; 徒16:9; 徒16:10; 徒18:9;
2) 一個異象(1) 徒11:5;
3) 所看見的(1) 太17:9