διεκφεύγω: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=diekfeu/gw
|Beta Code=diekfeu/gw
|Definition=strengthened for ἐκφεύγω, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cam.</span>27</span> ([[varia lectio|v.l.]]); κακίαν <span class="title">Corp.Herm.</span>12.7; διὲκ πέτρας φ. <span class="bibl">A.R.2.616</span>.
|Definition=strengthened for ἐκφεύγω, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cam.</span>27</span> ([[varia lectio|v.l.]]); κακίαν <span class="title">Corp.Herm.</span>12.7; διὲκ πέτρας φ. <span class="bibl">A.R.2.616</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[escapar de]] o [[evitar]] τὰς χεῖρας ἡμῶν I.<i>BI</i> 13.495 (var.), τὸν ἄνδρα Plu.<i>Cic</i>.20, κακίαν ... τῷ νοῦν ἔχοντι διεκφυγεῖν ἐστι el que está dotado de intelecto puede escapar del vicio</i>, <i>Corp.Herm</i>.12.7, τὸν μεθ' ἡμῶν κλῆρον Ps.Callisth.3.21Γ (p.370), τὸν κίνδυνον Vett.Val.103.21, τὸ πολύσημον τῆς τοῦ γενητοῦ φωνῆς Phlp.<i>Aet</i>.173.13.<br /><b class="num">2</b> local [[escapar a través de]], [[huir cruzando]] c. ac. διὲκ πέτρας φυγέειν escapar a través de las piedras</i> A.R.2.616 (tm.), c. gen. τῶν λίνων D.P.<i>Au</i>.2.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 21:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.2 part.</i> διεκφυγόντες;<br />échapper à, éviter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐκφεύγω]].
|btext=<i>ao.2 part.</i> διεκφυγόντες;<br />échapper à, éviter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐκφεύγω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[escapar de]] o [[evitar]] τὰς χεῖρας ἡμῶν I.<i>BI</i> 13.495 (var.), τὸν ἄνδρα Plu.<i>Cic</i>.20, κακίαν ... τῷ νοῦν ἔχοντι διεκφυγεῖν ἐστι el que está dotado de intelecto puede escapar del vicio</i>, <i>Corp.Herm</i>.12.7, τὸν μεθ' ἡμῶν κλῆρον Ps.Callisth.3.21Γ (p.370), τὸν κίνδυνον Vett.Val.103.21, τὸ πολύσημον τῆς τοῦ γενητοῦ φωνῆς Phlp.<i>Aet</i>.173.13.<br /><b class="num">2</b> local [[escapar a través de]], [[huir cruzando]] c. ac. διὲκ πέτρας φυγέειν escapar a través de las piedras</i> A.R.2.616 (tm.), c. gen. τῶν λίνων D.P.<i>Au</i>.2.5.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεκφεύγω Medium diacritics: διεκφεύγω Low diacritics: διεκφεύγω Capitals: ΔΙΕΚΦΕΥΓΩ
Transliteration A: diekpheúgō Transliteration B: diekpheugō Transliteration C: diekfeygo Beta Code: diekfeu/gw

English (LSJ)

strengthened for ἐκφεύγω, Plu.Cam.27 (v.l.); κακίαν Corp.Herm.12.7; διὲκ πέτρας φ. A.R.2.616.

Spanish (DGE)

1 escapar de o evitar τὰς χεῖρας ἡμῶν I.BI 13.495 (var.), τὸν ἄνδρα Plu.Cic.20, κακίαν ... τῷ νοῦν ἔχοντι διεκφυγεῖν ἐστι el que está dotado de intelecto puede escapar del vicio, Corp.Herm.12.7, τὸν μεθ' ἡμῶν κλῆρον Ps.Callisth.3.21Γ (p.370), τὸν κίνδυνον Vett.Val.103.21, τὸ πολύσημον τῆς τοῦ γενητοῦ φωνῆς Phlp.Aet.173.13.
2 local escapar a través de, huir cruzando c. ac. διὲκ πέτρας φυγέειν escapar a través de las piedras A.R.2.616 (tm.), c. gen. τῶν λίνων D.P.Au.2.5.

German (Pape)

[Seite 618] (s. φεύγω), entfliehen; τὸν κίνδυνον Plut. Camill. 27.

Greek (Liddell-Scott)

διεκφεύγω: ἐπιτεταμ. ἐκφεύγω, Πλούτ. Καμίλλ. 27· διὲκ πέτρας φ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 616.

French (Bailly abrégé)

ao.2 part. διεκφυγόντες;
échapper à, éviter, acc..
Étymologie: διά, ἐκφεύγω.

Greek Monolingual

(Α) εκφεύγω
1. ξεφεύγω μέσα από κάτι, διαφεύγω
2. (με αντικ. που δείχνει ότι υπάρχει ή επίκειται κίνδυνος) ξεφεύγω, ξεγλιστρώ («οὕτω δὲ τὸν κίνδυνον διεκφυγόντες», Πλούτ.)
νεοελλ.
(αναφορικά με τη νόηση) ξεπερνώ τη διανοητική ικανότητα κάποιου, δεν μπορεί να μέ καταλάβει («η θεωρία της σχετικότητας διεκφεύγει τα όρια της συνηθισμένης μάθησης»)
αρχ.
(αναφορικά με πάθος ή ελάττωμα) αποφεύγω, απαλλάσσομαι.

Greek Monotonic

διεκφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, διαφεύγω, ξεφεύγω ολοκληρωτικά, γλιτώνω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διεκφεύγω: убегать, избегать (τὸν κίνδυνον Plut.).

Middle Liddell

fut. -φεύξομαι
to escape completely, Plut.