ἀκάλυπτος: Difference between revisions

From LSJ

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)ka/luptos
|Beta Code=a)ka/luptos
|Definition=ον, [[uncovered]], [[unveiled]], <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>1427</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>489b5</span>, ''1''<span class="title">Enoch</span>9.5; <b class="b3">ἐν ἀκαλύπτῳ . .βίῳ</b>, of one who has no house over his head, <span class="bibl">Men.404</span>. Adv. -τως <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ma.</span>4.6</span>.
|Definition=ον, [[uncovered]], [[unveiled]], <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>1427</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>489b5</span>, ''1''<span class="title">Enoch</span>9.5; <b class="b3">ἐν ἀκαλύπτῳ . .βίῳ</b>, of one who has no house over his head, <span class="bibl">Men.404</span>. Adv. -τως <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ma.</span>4.6</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-κᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[descubierto]] τοιόνδ' [[ἄγος]] ἀκάλυπτον οὕτω δεικνύναι S.<i>OT</i> 1427, cf. Arist.<i>HA</i> 489<sup>b</sup>5, <i>Apoc.En</i>.9.5, Luc.<i>Am</i>.13, Plu.<i>Cat.Mi</i>.5.<br /><b class="num">2</b> [[desguarnecido]], [[sin hogar]] [[βίος]] Men.<i>Fr</i>.298.6.<br /><b class="num">3</b> adv. -ως [[descubiertamente]], [[abiertamente]] ἄγειν [[LXX]] 3<i>Ma</i>.4.6.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non voilé, à découvert.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καλύπτω]].
|btext=ος, ον :<br />non voilé, à découvert.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καλύπτω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-κᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[descubierto]] τοιόνδ' [[ἄγος]] ἀκάλυπτον οὕτω δεικνύναι S.<i>OT</i> 1427, cf. Arist.<i>HA</i> 489<sup>b</sup>5, <i>Apoc.En</i>.9.5, Luc.<i>Am</i>.13, Plu.<i>Cat.Mi</i>.5.<br /><b class="num">2</b> [[desguarnecido]], [[sin hogar]] [[βίος]] Men.<i>Fr</i>.298.6.<br /><b class="num">3</b> adv. -ως [[descubiertamente]], [[abiertamente]] ἄγειν [[LXX]] 3<i>Ma</i>.4.6.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάλυπτος Medium diacritics: ἀκάλυπτος Low diacritics: ακάλυπτος Capitals: ΑΚΑΛΥΠΤΟΣ
Transliteration A: akályptos Transliteration B: akalyptos Transliteration C: akalyptos Beta Code: a)ka/luptos

English (LSJ)

ον, uncovered, unveiled, S.OT1427, Arist.HA489b5, 1Enoch9.5; ἐν ἀκαλύπτῳ . .βίῳ, of one who has no house over his head, Men.404. Adv. -τως LXX 3 Ma.4.6.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-κᾰ-]
1 descubierto τοιόνδ' ἄγος ἀκάλυπτον οὕτω δεικνύναι S.OT 1427, cf. Arist.HA 489b5, Apoc.En.9.5, Luc.Am.13, Plu.Cat.Mi.5.
2 desguarnecido, sin hogar βίος Men.Fr.298.6.
3 adv. -ως descubiertamente, abiertamente ἄγειν LXX 3Ma.4.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάλυπτος: -ον, ὁ μὴ κεκαλυμμένος, ἀσκεπής, Ο. Τ. 1427, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 5. 2. 2) ἐν ἀκαλύπτῳ… βίῳ, ἐπὶ τοῦ μὴ ἔχοντος στέγην ὑφ᾿ ἣν νὰ κατοικήσῃ, Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 4. - Ἐπίρρ. -τως, Μακκαβ. Γ΄ δ΄, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non voilé, à découvert.
Étymologie: , καλύπτω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκάλυπτος, -ον) καλυπτός
1. όποιος δεν έχει καλυφθεί, ασκέπαστος
«πηγάδι ακάλυπτο»
2. γυμνός
«σώμα ακάλυπτο», «μέλη του σώματος ακάλυπτα»
3. ασκεπής, ξεσκούφωτος
4. (χώρος) αδεντροφύτευτος, άδεντρος, γυμνός
5. (χώρος) που μένει υποχρεωτικά ελεύθερος μεταξύ οικοδομών
6. (οφειλέτης) ο οποίος δεν έχει πληρώσει τα χρέη του
7. (χαρτονόμισμα) χωρίς το ανάλογο μεταλλικό αντίκρυσμα
8. (επιταγή) χωρίς αντίκρυσμα
9. (λογαριασμός) ανοικτός, που εμφανίζει χρεωστικό υπόλοιπο
10. το ακάλυπτον
τραπεζικός όρος που φανερώνει υπέρβαση πιστώσεως, η οποία έχει ανοιχτεί από την Τράπεζα για κάποιον πελάτη
αρχ.
1. ασκέπαστος, ασκεπής
2. μτφ. άστεγος
«ἐν ἀκαλύπτῳ βίῳ» (Μένανδρ. 404).

Greek Monotonic

ἀκάλυπτος: -ον, ασκεπής, ξεσκέπαστος, αυτός που δεν έχει σκεπή ή στέγαστρο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκάλυπτος: (κᾰ) неприкрытый, непокрытый (ἄγος Soph.; βράγχια Arst.: κεφαλή Plut.): ἀ. βίος Men. бездомная жизнь.

Middle Liddell

uncovered, unveiled, Soph.