βωμολοχία: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0469.png Seite 469]] ἡ, Bettelei, Poll. 3, 111; Possenreißerei, Speichelleckerei, Plat. Rep. X, 606 c; [[εἰρωνεία]] entgegengesetzt Arist. Rhet. 3, 18; Plut. Lyc. 12. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0469.png Seite 469]] ἡ, Bettelei, Poll. 3, 111; Possenreißerei, Speichelleckerei, Plat. Rep. X, 606 c; [[εἰρωνεία]] entgegengesetzt Arist. Rhet. 3, 18; Plut. Lyc. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />moquerie bouffonne, mauvaise plaisanterie.<br />'''Étymologie:''' [[βωμολόχος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βωμολοχία''': ἡ, ἐπαιτεία, Πολυδ. Γ΄, 111. 2) χαμερπὴς [[κολακεία]], [[ἄγροικος]] [[ἀστειότης]], [[φλυαρία]], ἀπρεπὴς καὶ [[ἀνόητος]] [[ὁμιλία]], Πλάτ. Πολ. 606C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 13, κτλ.· πρβλ. [[βωμολόχος]]. | |lstext='''βωμολοχία''': ἡ, ἐπαιτεία, Πολυδ. Γ΄, 111. 2) χαμερπὴς [[κολακεία]], [[ἄγροικος]] [[ἀστειότης]], [[φλυαρία]], ἀπρεπὴς καὶ [[ἀνόητος]] [[ὁμιλία]], Πλάτ. Πολ. 606C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 13, κτλ.· πρβλ. [[βωμολόχος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:00, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A mendicancy, Poll. 3.111. 2 coarse jesting, buffoonery, ribaldry. Pl.R.606c, Arist. EN1108a24, Plu.Lyc.12, etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 bufonería, burla, δόξα βωμολοχίας Pl.R.606c, ἐν παιδιᾷ ... ἡ δὲ ὑπερβολὴ β. en el juego el exceso es bufonería Arist.EN 1108a24, cf. Rh.1419b8, Theopomp.Hist.81, σκώπτειν ἄνευ βωμολοχίας Plu.Lyc.12, 2.707f, Demetr.11, Phld.Hom.20.11, I.Ap.2.3, θόρυβος καὶ β. D.Chr.32.4, cf. 33.10, λοιδορία καὶ β. τῆς πρὸς τοὺς ἰατροὺς Gal.Subf.Emp.11, κωμικὴ β. Eun.VS 496.
2 mendicidad Poll.3.111.
German (Pape)
[Seite 469] ἡ, Bettelei, Poll. 3, 111; Possenreißerei, Speichelleckerei, Plat. Rep. X, 606 c; εἰρωνεία entgegengesetzt Arist. Rhet. 3, 18; Plut. Lyc. 12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
moquerie bouffonne, mauvaise plaisanterie.
Étymologie: βωμολόχος.
Greek (Liddell-Scott)
βωμολοχία: ἡ, ἐπαιτεία, Πολυδ. Γ΄, 111. 2) χαμερπὴς κολακεία, ἄγροικος ἀστειότης, φλυαρία, ἀπρεπὴς καὶ ἀνόητος ὁμιλία, Πλάτ. Πολ. 606C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 13, κτλ.· πρβλ. βωμολόχος.
Greek Monolingual
η (Α βωμολοχία) βωμόλόχος
1. άσεμνο αστείο, αισχρολογία
2. χυδαία βρισιά
αρχ.
το να παραμονεύει κανείς στον βωμό για να κλέψει ή να ζητιανέψει κρέας από το σφάγιο της θυσίας.
Greek Monotonic
βωμολοχία: ἡ, χαμερπής κολακεία, απρεπής αστεϊσμός, πρόστυχη ομιλία, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
βωμολοχία: ἡ скоморошество, шутовство, кривляние Plat., Arst., Plut.
Middle Liddell
[from βωμολόχος
buffoonery, ribaldry, Plat.