ζωγρία: Difference between revisions

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1142.png Seite 1142]] ἡ, = [[ζωγρεία]], ζωγρίῃ [[λαβεῖν]], αἱρεῖν, Her. 6, 28. 37 u. Sp., wie Strab. VII, 302 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1142.png Seite 1142]] ἡ, = [[ζωγρεία]], ζωγρίῃ [[λαβεῖν]], αἱρεῖν, Her. 6, 28. 37 u. Sp., wie Strab. VII, 302 u. öfter.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />capture d'un prisonnier vivant : ζωγρίῃ [[λαβεῖν]] τινα HDT <i>ou</i> αἱρέειν HDT prendre qqn vivant.<br />'''Étymologie:''' [[ζωγρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζωγρία''': Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ συλλαμβάνειν τινὰ ζῶντα, ζωγρίῃ λαμβάνειν, αἱρέειν = ζωγρεῖν Ἡρόδ. 6. 28, 37· ζωγρίᾳ ἐγκρατὴς ἢ [[κύριος]] γίγνομαί τινος Πολύβ. 1. 9, 8., 1. 79, 4· ζωγρίᾳ ἀνάγεσθαι ἢ εἰσανάγεσθαι Στράβων 518, Πολύβ, 1. 82, 2· ζ. [[ἀποβάλλω]] τινά, χάνω τινὰ συλληφθέντα, ὁ αὐτ. 1. 15, 2, Στράβων 359· ζ. ἁλῶναι Πολύβ. 5. 86, 5.
|lstext='''ζωγρία''': Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ συλλαμβάνειν τινὰ ζῶντα, ζωγρίῃ λαμβάνειν, αἱρέειν = ζωγρεῖν Ἡρόδ. 6. 28, 37· ζωγρίᾳ ἐγκρατὴς ἢ [[κύριος]] γίγνομαί τινος Πολύβ. 1. 9, 8., 1. 79, 4· ζωγρίᾳ ἀνάγεσθαι ἢ εἰσανάγεσθαι Στράβων 518, Πολύβ, 1. 82, 2· ζ. [[ἀποβάλλω]] τινά, χάνω τινὰ συλληφθέντα, ὁ αὐτ. 1. 15, 2, Στράβων 359· ζ. ἁλῶναι Πολύβ. 5. 86, 5.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />capture d'un prisonnier vivant : ζωγρίῃ [[λαβεῖν]] τινα HDT <i>ou</i> αἱρέειν HDT prendre qqn vivant.<br />'''Étymologie:''' [[ζωγρέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωγρία Medium diacritics: ζωγρία Low diacritics: ζωγρία Capitals: ΖΩΓΡΙΑ
Transliteration A: zōgría Transliteration B: zōgria Transliteration C: zogria Beta Code: zwgri/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, taking alive, ζωγρίῃ λαβεῖν or αἱρέειν,= ζωγρεῖν, Hdt.6.28,37; συλλαβεῖν SIG700.30 (Macedonia, ii B.C.) ζωγρία ἐγκρατὴς or κύριος γενέσθαι τινὸς, Plb.1.9.8, 1.79.4; ζωγρία ἀνάγεσθαι or εἰσανάγεσθαι, Str.11.11.6, Plb.1.82.2; ζ. ἀποβαλεῖν τινα to lose him by his being captured, ib.15.2, Str.8.4.2; ζ. ἁλῶναι Plb.5.86.5.

German (Pape)

[Seite 1142] ἡ, = ζωγρεία, ζωγρίῃ λαβεῖν, αἱρεῖν, Her. 6, 28. 37 u. Sp., wie Strab. VII, 302 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
capture d'un prisonnier vivant : ζωγρίῃ λαβεῖν τινα HDT ou αἱρέειν HDT prendre qqn vivant.
Étymologie: ζωγρέω.

Greek (Liddell-Scott)

ζωγρία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ συλλαμβάνειν τινὰ ζῶντα, ζωγρίῃ λαμβάνειν, αἱρέειν = ζωγρεῖν Ἡρόδ. 6. 28, 37· ζωγρίᾳ ἐγκρατὴς ἢ κύριος γίγνομαί τινος Πολύβ. 1. 9, 8., 1. 79, 4· ζωγρίᾳ ἀνάγεσθαι ἢ εἰσανάγεσθαι Στράβων 518, Πολύβ, 1. 82, 2· ζ. ἀποβάλλω τινά, χάνω τινὰ συλληφθέντα, ὁ αὐτ. 1. 15, 2, Στράβων 359· ζ. ἁλῶναι Πολύβ. 5. 86, 5.

Greek Monolingual

ζωγρία και ιων. τ. ζωγρίη, ἡ (Α) ζωγρώ
1. η σύλληψη ενός ζωντανού, η αιχμαλώτισή του
2. φρ. «ζωγρία αποβάλλω τινά» — χάνω κάποιον επειδή συνελήφθη.

Greek Monotonic

ζωγρία: Ιων. -ίη, ἡ, το να συλλαμβάνεται κάποιος ζωντανός (και συνήθως η μετέπειτα αιχμαλωσία του)· ζωγρίῃ λαμβάνειν ή αἱρέειν = ζωγρεῖν, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ζωγρία: ион. ζωγρίη ἡ Her., Polyb. = ζωγρεία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζωγρία -ας, ἡ, Ion. ζωγρίη [ζωγρέω] gevangenneming; uitdr.. ζωγρίᾳ λαμβάνειν of αἱρεῖν levend gevangen nemen.

Middle Liddell

ζωγρία, ἡ,
a taking alive, ζωγρίῃ λαμβάνειν or αἱρέειν = ζωγρεῖν, Hdt.