Γόργειος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0502.png Seite 502]] und [[Γοργώ]], wie andere davon herkommende adj. S. Nom. pr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0502.png Seite 502]] und [[Γοργώ]], wie andere davon herkommende adj. S. Nom. pr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />de Gorgô (de Gorgone).<br />'''Étymologie:''' [[Γοργώ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Γόργειος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Γοργόνα ἢ ἐκ τῆς Γοργόνος εἰλημμένος, Γοργείη καφαλὴ Ἰλ. Ε. 741, Ὀδ. Λ. 634· τὸ Γόργειον (ἐνν. [[πρόσωπον]]), ἡ κεφαλὴ τῆς Μεδούσης, Κικ. π. Ἀττ. 4. 16· παρὰ γραμμ., τραγικόν τι [[προσωπεῖον]]. | |lstext='''Γόργειος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Γοργόνα ἢ ἐκ τῆς Γοργόνος εἰλημμένος, Γοργείη καφαλὴ Ἰλ. Ε. 741, Ὀδ. Λ. 634· τὸ Γόργειον (ἐνν. [[πρόσωπον]]), ἡ κεφαλὴ τῆς Μεδούσης, Κικ. π. Ἀττ. 4. 16· παρὰ γραμμ., τραγικόν τι [[προσωπεῖον]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 19:20, 1 October 2022
English (LSJ)
α, ον, of or belonging to the Gorgon, Γοργείη κεφαλή Il.5.741, Od.11.634; Γόργειον, τό, a tragic mask, EM238.46, Poll.10.167, etc.
Spanish (DGE)
-η, -ον
1 de Gorgo, de Gorgona, κεφαλή Il.5.741, Od.11.634, Orph.L.539, κάρηνον Hes.Sc.237, Nonn.D.4.391, τύποι A.Eu.49, χαίτη Nonn.D.25.44, ὄμμα Nonn.D.25.81, πλόκαμοι Nonn.D.32.168.
2 de Gorgias prob. en juego de palabras c. 1 κεφαλή AP 7.134.
German (Pape)
[Seite 502] und Γοργώ, wie andere davon herkommende adj. S. Nom. pr.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Gorgô (de Gorgone).
Étymologie: Γοργώ.
Greek (Liddell-Scott)
Γόργειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Γοργόνα ἢ ἐκ τῆς Γοργόνος εἰλημμένος, Γοργείη καφαλὴ Ἰλ. Ε. 741, Ὀδ. Λ. 634· τὸ Γόργειον (ἐνν. πρόσωπον), ἡ κεφαλὴ τῆς Μεδούσης, Κικ. π. Ἀττ. 4. 16· παρὰ γραμμ., τραγικόν τι προσωπεῖον.
English (Autenrieth)
of the Gorgon; κεφαλή, ‘the Gorgon's head,’ Il. 5.741, Od. 11.634.
Greek Monolingual
Γόργειος, -εία και -είη, -είον (Α) Γοργώ
1. αυτός που ανήκει στη Γοργόνα, στη Μέδουσα («Γοργείη κεφαλή»)
2. το ουδ. ως ουσ. το Γόργειον
το κεφάλι της Μέδουσας.
Greek Monotonic
Γόργειος: -α, -ον (Γοργώ), αυτός που ανήκει στη Γοργώ, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
Γόργειος: принадлежащий Горгоне, горгонин (κεφαλή Hom.).