γαλῆ: Difference between revisions
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] contrah. aus [[γαλέη]], w. m. s. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] contrah. aus [[γαλέη]], w. m. s. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. [[γαλέη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γαλῆ''': ἡ, συνῃρ. τοῦ [[γαλέη]], ὃ ἴδε. | |lstext='''γαλῆ''': ἡ, συνῃρ. τοῦ [[γαλέη]], ὃ ἴδε. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:50, 1 October 2022
English (LSJ)
Spanish (DGE)
v. γαλέη.
German (Pape)
[Seite 471] contrah. aus γαλέη, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
v. γαλέη.
Greek (Liddell-Scott)
γαλῆ: ἡ, συνῃρ. τοῦ γαλέη, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
η (AM γαλῆ, Α και γαλέη)
η γάτα
αρχ.
Ι. 1. ονομασία διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, νυφίτσα κ.λπ.
2. φρ. α) «γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν» — για πράγματα αταίριαστα
β) «γαλῆν ἔχεις» — για γρουσουζιά
II. είδος μικρού ψαριού
III. «γαλῆς αἷμα» — το φυτό άσπληνον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθημα -έη του ασυναίρετου τ. γαλέη οδηγεί στην υπόθεση ότι η λ. δήλωνε αρχικά το δέρμα του ζώου (πρβλ. αλωπεκέη κ.λπ.). Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με λατ. glīs «μυωξός», αρχ. ινδ. giri-, girikā- «ποντικός». Το λατ. galea «περικεφαλαία, κράνος» είναι μάλλον δάνειο από την Ελληνική με μια ιδιάζουσα σημασία (πρβλ. κυνέη «περικεφαλαία από δέρμα σκύλου»). Από το γαλέη προήλθε και το ιταλ. galea «γαλέρα», πιθ. εξαιτίας της ταχύτητάς του. Στη Νέα Ελληνική η λ. γαλῆ έχει αντικατασταθεί από τη λ. γάτα.
ΠΑΡ. αρχ. γαλεώτης, γαλιδεύς.
ΣΥΝΘ. γαλεάγρα, γαλεόβδολο(ν)
αρχ.
γαληόψις].
Greek Monotonic
γαλῆ: ἡ, συνηρ. αντί γαλέη.
Russian (Dvoretsky)
γᾰλῆ: ἡ стяж. к γαλέη.