εἰσβιβάζω: Difference between revisions

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0741.png Seite 741]] hineinsteigen lassen, in die Schiffe, diese damit bemannen; Isocr. 8, 48; vgl. τὰς [[ναῦς]] πάντα τινὰ ἐςβιβάζοντες πληρῶσαι Thuc. 7, 60; einschiffen, τὸν πεζὸν στρατὸν εἰς [[νέας]] Her. 6, 95, wie Xen. An. 5, 3, 1; auch γυναῖκα εἰς [[ἅρμα]], auf den Wagen setzen, Her. 1, 60.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0741.png Seite 741]] hineinsteigen lassen, in die Schiffe, diese damit bemannen; Isocr. 8, 48; vgl. τὰς [[ναῦς]] πάντα τινὰ ἐςβιβάζοντες πληρῶσαι Thuc. 7, 60; einschiffen, τὸν πεζὸν στρατὸν εἰς [[νέας]] Her. 6, 95, wie Xen. An. 5, 3, 1; auch γυναῖκα εἰς [[ἅρμα]], auf den Wagen setzen, Her. 1, 60.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf. et ao.</i><br /><b>1</b> faire entrer dans;<br /><b>2</b> embarquer.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[βιβάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσβῐβάζω''': Ἀττ. μέλλ. -βῐβῶ· μεταβατ. τοῦ [[εἰσβαίνω]], [[ἐπιβιβάζω]] εἰς [[πλοῖον]], τὸν στρατὸν εἰς τὰς [[νέας]] Ἡρόδ. 6. 95, πρβλ. Θουκ. 7. 60, κτλ.· τοὺς ξένους., ναύτας εἰσβ. Ἰσοκρ. 169Α. 2) [[καθόλου]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς, ἐς τόπον Ἡρόδ. 7. 60· ἐς ἅρμα ὁ αὐτ. 1. 60.
|lstext='''εἰσβῐβάζω''': Ἀττ. μέλλ. -βῐβῶ· μεταβατ. τοῦ [[εἰσβαίνω]], [[ἐπιβιβάζω]] εἰς [[πλοῖον]], τὸν στρατὸν εἰς τὰς [[νέας]] Ἡρόδ. 6. 95, πρβλ. Θουκ. 7. 60, κτλ.· τοὺς ξένους., ναύτας εἰσβ. Ἰσοκρ. 169Α. 2) [[καθόλου]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς, ἐς τόπον Ἡρόδ. 7. 60· ἐς ἅρμα ὁ αὐτ. 1. 60.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf. et ao.</i><br /><b>1</b> faire entrer dans;<br /><b>2</b> embarquer.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[βιβάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:51, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσβῐβάζω Medium diacritics: εἰσβιβάζω Low diacritics: εισβιβάζω Capitals: ΕΙΣΒΙΒΑΖΩ
Transliteration A: eisbibázō Transliteration B: eisbibazō Transliteration C: eisvivazo Beta Code: ei)sbiba/zw

English (LSJ)

causal of εἰσβαίνω, A put on board ship, τὸν στρατὸν [ἐς τὰς νέας] Hdt.6.95, cf. Th.7.60, etc.; τοὺς ξένους καὶ τοὺς δούλους ναύτας εἰ. impress them, Isoc.8.48. 2 generally, make to go into, ἐς τὸ περιοικοδομημένον Hdt.7.60; ἐς ἅρμα Id.1.60.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- Hdt.1.60, Th.7.60, Luc.Syr.D.12, Procop.Goth.1.23.20
1 hacer montarse, hacer subirse ταύτην τὴν γυναῖκα ... ἐς ἅρμα Hdt.l.c.
esp. hacer embarcar, subir a bordo c. indicación del vehículo τοξότας τε ἐπ' αὐτὰς (τὰς ναῦς) ... ἐσεβίβαζον Th.l.c., εἰς τὰ πλοῖα τοὺς ἀσθενοῦντας X.An.5.3.1
sin indicación del vehículo τὸν πεζὸν στρατὸν ἐσβιβάζοντες ἔπλεον Hdt.6.95, τοὺς ἐν τῇ ἡλικίᾳ ὄντας X.HG 1.6.24, τοὺς μὲν ξένους καὶ τοὺς δούλους ναύτας Isoc.8.48.
2 hacer entrar ἄλλους ... ἐς τὸ περιοικοδομημένον Hdt.7.60, cf. Procop.l.c., ἐς ταύτην (λάρνακα) ... παῖδας Luc.l.c., οὕσπερ ... ἐς Δάρας Procop.Pers.1.14.11.

German (Pape)

[Seite 741] hineinsteigen lassen, in die Schiffe, diese damit bemannen; Isocr. 8, 48; vgl. τὰς ναῦς πάντα τινὰ ἐςβιβάζοντες πληρῶσαι Thuc. 7, 60; einschiffen, τὸν πεζὸν στρατὸν εἰς νέας Her. 6, 95, wie Xen. An. 5, 3, 1; auch γυναῖκα εἰς ἅρμα, auf den Wagen setzen, Her. 1, 60.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. et ao.
1 faire entrer dans;
2 embarquer.
Étymologie: εἰς, βιβάζω.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσβῐβάζω: Ἀττ. μέλλ. -βῐβῶ· μεταβατ. τοῦ εἰσβαίνω, ἐπιβιβάζω εἰς πλοῖον, τὸν στρατὸν εἰς τὰς νέας Ἡρόδ. 6. 95, πρβλ. Θουκ. 7. 60, κτλ.· τοὺς ξένους., ναύτας εἰσβ. Ἰσοκρ. 169Α. 2) καθόλου, κάμνω τινὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς, ἐς τόπον Ἡρόδ. 7. 60· ἐς ἅρμα ὁ αὐτ. 1. 60.

Greek Monolingual

εἰσβιβάζω (Α)
1. επιβιβάζω
2. ναυτολογώ
3. εισάγω.

Greek Monotonic

εἰσβῐβάζω: Αττ. μέλ. -βιβῶ·
1. μτβ. του εἰσβαίνω, επιβιβάζω σε πλοίο, τὸν στρατὸν ἐς τὰς νέας, σε Ηρόδ.
2. γενικά, κάνω κάποιον να μπει, να εισέλθει, ἐς τόπον, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσβῐβάζω: ион. и староатт. ἐσβιβάζω
1) сажать (τινὰ ἐς ἅρμα Her. и εἰς νέας Her. или εἰς πλοῖα Xen.);
2) сажать на корабли (τινάς Theocr., Isocr., Xen.).

Middle Liddell

attic fut. -βιβῶ [Causal of εἰσβαίνω
1. to put on board ship, τὸν στρατὸν ἐς τὰς νέας Hdt.
2. generally, to make to go into, ἐς τόπον Hdt.