καταπτήσσω: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - ".[[" to ". [[") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=katapth/ssw | |Beta Code=katapth/ssw | ||
|Definition=fut. <b class="b3">-πτήξω</b> (v. infr.): 3dual Ep. aor. 2 <span class="sense"><span class="bld">A</span> καταπτήτην <span class="bibl">Il.8.136</span>: poet. aor. part. καταπτᾰκών <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>252</span> (cf. [[καταπλακών]]): pf. κατέπτηκα <span class="bibl">LXX<span class="title">Jo.</span>2.24</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[-έπτηχε]]), Did. [[in D]].<span class="bibl">11.25</span>, <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>24.309b</span>, or κατέπτηχα <span class="bibl">D.4.8</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>25</span>, Gal.5.510; Ep. part. [[καταπεπτηώς]] (v. infr.):—[[crouch]], [[cower]], esp. from fear, καταπτήτην ὑπ' ὄχεσφι <span class="bibl">Il.8.136</span>; καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ <span class="bibl">22.191</span>; κατὰ δ' ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ <span class="bibl">Od.8.190</span>; λιμῷ καταπεπτηυῖα <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>265</span>: also in Prose, <b class="b3">κατέπτηχε μέντοι ταῦτα πάντα νῦν</b> D.l.c., cf. <span class="bibl">D.H.7.50</span>; ταπεινοὶ -πτήξετε πρὸς τὸ μέλλον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Aem.</span>27</span>; διὰ τὸ μέγεθος <span class="bibl">Id.<span class="title">Sull.</span>7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. acc., [[cower beneath]], ἐξουσίαν <span class="bibl">D.H.11.18</span>; τὸ θεοῦ κράτος <span class="bibl">Ph.1.677</span>, cf. <span class="bibl">322</span>, <span class="bibl">2.600</span>; of a breach in a wall, ἀπειλουμένην ὅσον οὔπω κατεπτηχέναι τὴν ἐπίκλυσιν <span class="bibl">Hld.9.5</span>.</span> | |Definition=fut. <b class="b3">-πτήξω</b> (v. infr.): 3dual Ep. aor. 2 <span class="sense"><span class="bld">A</span> καταπτήτην <span class="bibl">Il.8.136</span>: poet. aor. part. καταπτᾰκών <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>252</span> (cf. [[καταπλακών]]): pf. κατέπτηκα <span class="bibl">LXX<span class="title">Jo.</span>2.24</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[-έπτηχε]]), Did. [[in D]].<span class="bibl">11.25</span>, <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>24.309b</span>, or κατέπτηχα <span class="bibl">D.4.8</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>25</span>, Gal.5.510; Ep. part. [[καταπεπτηώς]] (v. infr.):—[[crouch]], [[cower]], esp. from fear, καταπτήτην ὑπ' ὄχεσφι <span class="bibl">Il.8.136</span>; καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ <span class="bibl">22.191</span>; κατὰ δ' ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ <span class="bibl">Od.8.190</span>; λιμῷ καταπεπτηυῖα <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>265</span>: also in Prose, <b class="b3">κατέπτηχε μέντοι ταῦτα πάντα νῦν</b> D.l.c., cf. <span class="bibl">D.H.7.50</span>; ταπεινοὶ -πτήξετε πρὸς τὸ μέλλον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Aem.</span>27</span>; διὰ τὸ μέγεθος <span class="bibl">Id.<span class="title">Sull.</span>7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. acc., [[cower beneath]], ἐξουσίαν <span class="bibl">D.H.11.18</span>; τὸ θεοῦ κράτος <span class="bibl">Ph.1.677</span>, cf. <span class="bibl">322</span>, <span class="bibl">2.600</span>; of a breach in a wall, ἀπειλουμένην ὅσον οὔπω κατεπτηχέναι τὴν ἐπίκλυσιν <span class="bibl">Hld.9.5</span>.</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> καταπτήξω, <i>pf.</i> κατέπτηχα;<br /><b>I.</b> <i>au propre</i> se blottir de crainte, se faire petit ; se courber de frayeur ; rester immobile de frayeur;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> craindre, redouter, acc.;<br /><b>2</b> être saisi d'admiration, admirer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πτήσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπτήσσω''': μέλλ. -πτήξω∙ γ’ δυϊκ. ἐπ. ἀορ. βʹ καταπτήτην Ἰλ. Θ. 136∙ ποιητ. μτοχ. καταπτᾰκὼν ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 252· (πρβλ. [[καταπλακών]])· πρκμ. κατέπτηκα Θεμίστ. 309Β, ἢ κατέπτηχα, ἴδε κατωτ.· ἐπ. μετοχ. καταπεπτηώς, ἴδε κατωτ.· (ἴδε πτήσω)· «ζαρώνω», [[κάθημαι]] «ζαρωμένος», μαζευμένος ἔνεκα φόβου, καταπτήτην ὑπ’ [[ὄχεσφι]] Ἰλ. Θ. 136· καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ Χ. 191· κατά δ’ ἔπτηξαν [[ποτὶ]] γαίῃ Ὀδ. Θ. 190· λιμῷ [[καταπεπτηυῖα]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 295, (πρβλ. [[προσπτήσσω]], [[ὑποπτήσσω]])· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζοῖς, κατέπτηχε μέντοι [[ταῦτα]] πάντα νῦν Δημ. 42. 22· γυναῖκας περιφόβους κατεπτηχυίας Ἀντιφ.· δεδοικόσι τὴν ἰσχὺν [[αὐτοῦ]] καὶ κατεπτηχόσιν ἡμῖν Διον. Ἁλ. 7. 50· ταπεινοὶ καταπτήξετε Πλουτ. Αἰμίλ 27, πρβλ. Περικλ. 25∙ κατεπτηχὸς τὸ [[ὑπήκοον]] καὶ ὑπὸ φόβου δεδουλωμένον Ἀριστειδ. Α. σ. 62, 6· μετ’ αἰτ., ἔκφρονας γενέσθαι πάντας καὶ καταπτῆξαι τὸ [[μέγεθος]] ὁ αὐτ. ἐν Συλλ. 7. | |lstext='''καταπτήσσω''': μέλλ. -πτήξω∙ γ’ δυϊκ. ἐπ. ἀορ. βʹ καταπτήτην Ἰλ. Θ. 136∙ ποιητ. μτοχ. καταπτᾰκὼν ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 252· (πρβλ. [[καταπλακών]])· πρκμ. κατέπτηκα Θεμίστ. 309Β, ἢ κατέπτηχα, ἴδε κατωτ.· ἐπ. μετοχ. καταπεπτηώς, ἴδε κατωτ.· (ἴδε πτήσω)· «ζαρώνω», [[κάθημαι]] «ζαρωμένος», μαζευμένος ἔνεκα φόβου, καταπτήτην ὑπ’ [[ὄχεσφι]] Ἰλ. Θ. 136· καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ Χ. 191· κατά δ’ ἔπτηξαν [[ποτὶ]] γαίῃ Ὀδ. Θ. 190· λιμῷ [[καταπεπτηυῖα]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 295, (πρβλ. [[προσπτήσσω]], [[ὑποπτήσσω]])· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζοῖς, κατέπτηχε μέντοι [[ταῦτα]] πάντα νῦν Δημ. 42. 22· γυναῖκας περιφόβους κατεπτηχυίας Ἀντιφ.· δεδοικόσι τὴν ἰσχὺν [[αὐτοῦ]] καὶ κατεπτηχόσιν ἡμῖν Διον. Ἁλ. 7. 50· ταπεινοὶ καταπτήξετε Πλουτ. Αἰμίλ 27, πρβλ. Περικλ. 25∙ κατεπτηχὸς τὸ [[ὑπήκοον]] καὶ ὑπὸ φόβου δεδουλωμένον Ἀριστειδ. Α. σ. 62, 6· μετ’ αἰτ., ἔκφρονας γενέσθαι πάντας καὶ καταπτῆξαι τὸ [[μέγεθος]] ὁ αὐτ. ἐν Συλλ. 7. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 22:13, 1 October 2022
English (LSJ)
fut. -πτήξω (v. infr.): 3dual Ep. aor. 2 A καταπτήτην Il.8.136: poet. aor. part. καταπτᾰκών A.Eu.252 (cf. καταπλακών): pf. κατέπτηκα LXXJo.2.24 (v.l. -έπτηχε), Did. in D.11.25, Them.Or.24.309b, or κατέπτηχα D.4.8, Plu.Per.25, Gal.5.510; Ep. part. καταπεπτηώς (v. infr.):—crouch, cower, esp. from fear, καταπτήτην ὑπ' ὄχεσφι Il.8.136; καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ 22.191; κατὰ δ' ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ Od.8.190; λιμῷ καταπεπτηυῖα Hes.Sc.265: also in Prose, κατέπτηχε μέντοι ταῦτα πάντα νῦν D.l.c., cf. D.H.7.50; ταπεινοὶ -πτήξετε πρὸς τὸ μέλλον Plu.Aem.27; διὰ τὸ μέγεθος Id.Sull.7. 2 c. acc., cower beneath, ἐξουσίαν D.H.11.18; τὸ θεοῦ κράτος Ph.1.677, cf. 322, 2.600; of a breach in a wall, ἀπειλουμένην ὅσον οὔπω κατεπτηχέναι τὴν ἐπίκλυσιν Hld.9.5.
French (Bailly abrégé)
f. καταπτήξω, pf. κατέπτηχα;
I. au propre se blottir de crainte, se faire petit ; se courber de frayeur ; rester immobile de frayeur;
II. fig. 1 craindre, redouter, acc.;
2 être saisi d'admiration, admirer, acc..
Étymologie: κατά, πτήσσω.
Greek (Liddell-Scott)
καταπτήσσω: μέλλ. -πτήξω∙ γ’ δυϊκ. ἐπ. ἀορ. βʹ καταπτήτην Ἰλ. Θ. 136∙ ποιητ. μτοχ. καταπτᾰκὼν ἀπαντᾷ ὡσαύτως ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 252· (πρβλ. καταπλακών)· πρκμ. κατέπτηκα Θεμίστ. 309Β, ἢ κατέπτηχα, ἴδε κατωτ.· ἐπ. μετοχ. καταπεπτηώς, ἴδε κατωτ.· (ἴδε πτήσω)· «ζαρώνω», κάθημαι «ζαρωμένος», μαζευμένος ἔνεκα φόβου, καταπτήτην ὑπ’ ὄχεσφι Ἰλ. Θ. 136· καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ Χ. 191· κατά δ’ ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ Ὀδ. Θ. 190· λιμῷ καταπεπτηυῖα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 295, (πρβλ. προσπτήσσω, ὑποπτήσσω)· ὡσαύτως παρὰ πεζοῖς, κατέπτηχε μέντοι ταῦτα πάντα νῦν Δημ. 42. 22· γυναῖκας περιφόβους κατεπτηχυίας Ἀντιφ.· δεδοικόσι τὴν ἰσχὺν αὐτοῦ καὶ κατεπτηχόσιν ἡμῖν Διον. Ἁλ. 7. 50· ταπεινοὶ καταπτήξετε Πλουτ. Αἰμίλ 27, πρβλ. Περικλ. 25∙ κατεπτηχὸς τὸ ὑπήκοον καὶ ὑπὸ φόβου δεδουλωμένον Ἀριστειδ. Α. σ. 62, 6· μετ’ αἰτ., ἔκφρονας γενέσθαι πάντας καὶ καταπτῆξαι τὸ μέγεθος ὁ αὐτ. ἐν Συλλ. 7.
English (Autenrieth)
aor. 1 part. καταπτήξᾶς, aor. 2 κατέπτην, 3 du. καταπτήτην: crouch down, cower with fear, Il. 8.136.
Greek Monolingual
καταπτήσσω και καταπτώσσω (AM)
1. κάθομαι συνεσταλμένος, μαζεμένος από φόβο, ζαρώνω
2. δεν εμφανίζομαι από φόβο, δεν εκδηλώνομαι από δειλία
3. είμαι φοβισμένος από κατάπληξη, εκπλήττομαι
4. κρύβω τον εαυτό μου, μένω ζαρωμένος κάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πτήσσω «ζαρώνω από φόβο»].
Greek Monotonic
καταπτήσσω: μέλ. -πτήξω· γʹ δυικ. Επικ. αορ. βʹ καταπτήτην, ποιητ. μτχ. καταπτᾰκών· παρακ. κατέπτηχα, Επικ. μτχ. καταπεπτηώς·
1. ζαρώνω, κάθομαι ζαρωμένος ή μαζεμένος από φόβο, σε Όμηρ., Ησίοδ.
2. με αιτ., ζαρώνω φοβισμένος κάτω από, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
καταπτήσσω: (fut. καταπτήξω, pf. κατέπτηχα), эп. καταπτώσσω
1) припадать к земле, нагибаться (только praes.) (ποτὶ γαίῃ Hom. - in tmesi);
2) приседать от страха, пугаться, робеть: καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ Hom. притаившийся от страха под кустом; ταπεινοὶ καταπτήξετε πρὸς τὸ μέλλον ἀεὶ καραδοκοῦντες Plut. всякий раз думая о будущем, проникайтесь смирением и страхом (слова Эмилия Павла римской молодежи); καταπτῆξαι τὸ μέγεθός τινος Plut. быть пораженным громадностью (чего-л.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πτήσσω, ep. indic. stamaor. 3 dual. καταπτήτην, poët. ptc. them. aor. καταπτακών; ptc. perf. later καταπεπτηχώς, wegduiken, zich verschuilen (van angst):; καταπτήτην ὑπ’ ὄχεσφι de twee doken weg onder de wagen Il. 8.136; καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ weggedoken onder een struik Il. 22.191; νῦν ὅδ’ ἐνθάδ’ ἐστί που καταπτακών nu is hij hier ergens weggedoken Aeschl. Eum. 252; overdr. bang zijn:. κατέπτηχε... πάντα ταῦτα νῦν al deze (gevoelens) zijn nu bang weggekropen Dem. 4.8; κ. πρὸς τὸ μέλλον bang zijn voor de toekomst Plut. Aem. 27.5.
Middle Liddell
fut. -πτήξω 3rd dual epic aor2 καταπτήτην poet. part. καταπτᾰκών perf. κατέπτηχα epic part. καταπεπτηώς
1. to crouch down, to lie crouching or cowering, Hom., Hes.
2. c. acc. to cower beneath, Plut.