κλητήρ: Difference between revisions

From LSJ

εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶν → every man in love is compliant

Source
m (Text replacement - " ’" to "’")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1452.png Seite 1452]] ῆρος, ὁ, der Rufende, Einladende, der Herold, Gerichtsdiener, Aesch. Suppl. 617 Spt. 556; bes. der den Angeklagten vor Gericht ladet, Ar. Av. 147. 1422; der Zeuge, den man anruft zur Bekräftigung, daß man einen dritten vor Gericht lade; so sagt Ar. Vesp. 1408 προσκαλοῦμαί σε πρὸς τοὺς ἀγορανόμους βλάβης τῶν φορτίων, κλητῆρ' ἔχουσα τουτονί, huncce antestata; daher vrbdt Plat. προσκλήσεων καὶ κλητήρων, Legg. VIII, 846 b; κλητῆρας ἔχων προσεκαλεσάμην τουτονί Dem. 34, 13; vgl. Harpocr.; der Name dieses Zeugen mußte in der Anklageschrift aufgeführt werden, vgl. [[ἀπρόσκλητος]]. S. Meier u. Schömann Att. Proceß S. 576 ff. – Bei Ar. Vesp. 189. 1310 komisch von einem Packesel.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1452.png Seite 1452]] ῆρος, ὁ, der Rufende, Einladende, der Herold, Gerichtsdiener, Aesch. Suppl. 617 Spt. 556; bes. der den Angeklagten vor Gericht ladet, Ar. Av. 147. 1422; der Zeuge, den man anruft zur Bekräftigung, daß man einen dritten vor Gericht lade; so sagt Ar. Vesp. 1408 προσκαλοῦμαί σε πρὸς τοὺς ἀγορανόμους βλάβης τῶν φορτίων, κλητῆρ' ἔχουσα τουτονί, huncce antestata; daher vrbdt Plat. προσκλήσεων καὶ κλητήρων, Legg. VIII, 846 b; κλητῆρας ἔχων προσεκαλεσάμην τουτονί Dem. 34, 13; vgl. Harpocr.; der Name dieses Zeugen mußte in der Anklageschrift aufgeführt werden, vgl. [[ἀπρόσκλητος]]. S. Meier u. Schömann Att. Proceß S. 576 ff. – Bei Ar. Vesp. 189. 1310 komisch von einem Packesel.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />héraut.<br />'''Étymologie:''' [[καλέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κλητήρ''': ῆρος, ὁ ([[καλέω]]) ὁ καλῶν εἰς τὸ [[δικαστήριον]], ἢ [[μᾶλλον]] [[μάρτυς]] μαρτυρῶν ὅτι ἔχει δοθῆ δικαστικὴ [[κλῆσις]] (πρβλ. τὰ τοῦ Ὁρατίου: licet antestari), συνήθως δύο τὸν ἀριθμόν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 147, 1422, Σφ. 1408, Δημ. 244. 4., 1017. 6· ― ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 189, ὁμοιότατος κλητῆρος πωλίῳ «ἀντὶ τοῦ ὄνου ἢ ἡμιόνου κλητῆρος εἶτε» Σχόλ., πρβλ. 1310, καὶ τὸ Λατ. clitellae). II. [[καθόλου]], = [[κῆρυξ]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 622· μεταφορ., κλ. Ἐρινύος ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 574. ― Πρβλ. [[κλήτωρ]].
|lstext='''κλητήρ''': ῆρος, ὁ ([[καλέω]]) ὁ καλῶν εἰς τὸ [[δικαστήριον]], ἢ [[μᾶλλον]] [[μάρτυς]] μαρτυρῶν ὅτι ἔχει δοθῆ δικαστικὴ [[κλῆσις]] (πρβλ. τὰ τοῦ Ὁρατίου: licet antestari), συνήθως δύο τὸν ἀριθμόν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 147, 1422, Σφ. 1408, Δημ. 244. 4., 1017. 6· ― ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 189, ὁμοιότατος κλητῆρος πωλίῳ «ἀντὶ τοῦ ὄνου ἢ ἡμιόνου κλητῆρος εἶτε» Σχόλ., πρβλ. 1310, καὶ τὸ Λατ. clitellae). II. [[καθόλου]], = [[κῆρυξ]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 622· μεταφορ., κλ. Ἐρινύος ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 574. ― Πρβλ. [[κλήτωρ]].
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />héraut.<br />'''Étymologie:''' [[καλέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλητήρ Medium diacritics: κλητήρ Low diacritics: κλητήρ Capitals: ΚΛΗΤΗΡ
Transliteration A: klētḗr Transliteration B: klētēr Transliteration C: klitir Beta Code: klhth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, A summoner, or witness who gave evidence that the legal summons had been served, IG12.63.39, 65.47, Ar.Av.147, 1422, V.1408, D.40.28, al., Eub.94.9, Pl.Lg.846c; with a pun, ὁμοιότατος κλητῆρος πωλίῳ (κλητῆρος for ὄνου 'brayer'), Ar.V.189. II generally, = κῆρυξ, A.Supp.622: metaph., Ἐρινύος κ. Id.Th.574.

German (Pape)

[Seite 1452] ῆρος, ὁ, der Rufende, Einladende, der Herold, Gerichtsdiener, Aesch. Suppl. 617 Spt. 556; bes. der den Angeklagten vor Gericht ladet, Ar. Av. 147. 1422; der Zeuge, den man anruft zur Bekräftigung, daß man einen dritten vor Gericht lade; so sagt Ar. Vesp. 1408 προσκαλοῦμαί σε πρὸς τοὺς ἀγορανόμους βλάβης τῶν φορτίων, κλητῆρ' ἔχουσα τουτονί, huncce antestata; daher vrbdt Plat. προσκλήσεων καὶ κλητήρων, Legg. VIII, 846 b; κλητῆρας ἔχων προσεκαλεσάμην τουτονί Dem. 34, 13; vgl. Harpocr.; der Name dieses Zeugen mußte in der Anklageschrift aufgeführt werden, vgl. ἀπρόσκλητος. S. Meier u. Schömann Att. Proceß S. 576 ff. – Bei Ar. Vesp. 189. 1310 komisch von einem Packesel.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
héraut.
Étymologie: καλέω.

Greek (Liddell-Scott)

κλητήρ: ῆρος, ὁ (καλέω) ὁ καλῶν εἰς τὸ δικαστήριον, ἢ μᾶλλον μάρτυς μαρτυρῶν ὅτι ἔχει δοθῆ δικαστικὴ κλῆσις (πρβλ. τὰ τοῦ Ὁρατίου: licet antestari), συνήθως δύο τὸν ἀριθμόν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 147, 1422, Σφ. 1408, Δημ. 244. 4., 1017. 6· ― ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 189, ὁμοιότατος κλητῆρος πωλίῳ «ἀντὶ τοῦ ὄνου ἢ ἡμιόνου κλητῆρος εἶτε» Σχόλ., πρβλ. 1310, καὶ τὸ Λατ. clitellae). II. καθόλου, = κῆρυξ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 622· μεταφορ., κλ. Ἐρινύος ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 574. ― Πρβλ. κλήτωρ.

Greek Monolingual

κλητήρ, -ῆρος, ὁ (AM)
βλ. κλητήρας.

Greek Monotonic

κλητήρ: -ῆρος, ὁ (καλέω),
I. αυτός που κλητεύει, κλητευτής ή καλύτερα μάρτυρας που αποδεικνύει ότι έχει επιδοθεί κλήτευση, κλητήρας (πρβλ. το licet antessari του Ορατ.), σε Αριστοφ., Δημ.
II. γενικά, = κῆρυξ, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κλητήρ: ῆρος ὁ
1) глашатай: ἄνευ κλητῆρος Aesch. без вызова глашатаем; перен. κ. Ἐρινύος Aesch. (Тидей), вызывающий Эриний (своими злодеяниями);
2) свидетель обвинения: προσκαλοῦμαί σε, κλητῆρα ἔχουσα Χαιρεφῶντα Arph. я подаю на тебя в суд, а моим свидетелем является Херефонт;
3) передающий вызов на суд Arph.;
4) шутл. = ὄνος (предполож. вследствие громогласности): κλητῆρος πωλίον Arph. ослик.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλητήρ -ῆρος, ὁ [καλέω] oproeper, bode:; ἔκραν’ ἄνευ κλητῆρος ὣς εἶναι τάδε het (volk) heeft zonder (stemoproep van de) officiële bode besloten dat het zo was Aeschl. Suppl. 622; overdr.: Ἐρινύος κλητήρ die de Wraakgodinnen oproept Aeschl. Sept. 574. jur. dagvaarder; getuige bij dagvaarding. kom. 'roeper’, balker (voor ezel):. ὁμοιότατος κλητῆρος πωλίῳ hij lijkt precies op het veulentje van een balkende ezel Aristoph. Ve. 189.

Middle Liddell

κλητήρ, ῆρος, καλέω
I. one who calls, a summoner, or rather a witness who gave evidence that the legal summons had been served (cf. Horace's licet antestari), Ar., Dem.
II. generally, = κῆρυξ, Aesch.