πολυέλαιος: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0662.png Seite 662]] viel Oel gebend, Xen. Vect. 5, 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0662.png Seite 662]] viel Oel gebend, Xen. Vect. 5, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui produit beaucoup d'huile.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἔλαιον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυέλαιος''': -ον, ὁ παράγων πολὺ [[ἔλαιον]], Ξεν. Πόροι 5. 3. 2) ἴδε [[πολυέλεος]] 3. | |lstext='''πολυέλαιος''': -ον, ὁ παράγων πολὺ [[ἔλαιον]], Ξεν. Πόροι 5. 3. 2) ἴδε [[πολυέλεος]] 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:18, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, owning many oliveyards, X.Vect.5.3.
German (Pape)
[Seite 662] viel Oel gebend, Xen. Vect. 5, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit beaucoup d'huile.
Étymologie: πολύς, ἔλαιον.
Greek (Liddell-Scott)
πολυέλαιος: -ον, ὁ παράγων πολὺ ἔλαιον, Ξεν. Πόροι 5. 3. 2) ἴδε πολυέλεος 3.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυέλαιος, -ον, ΝΜΑ, και εσφ. γρφ. πολυέλεος, -η, -ο, Ν
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο πολυέλαιος
α) πολυτελές πολύφωτο το οποίο αναρτάται στην οροφή αιθουσών ιδιωτικών ή δημόσιων χώρων
θ) (λειτ.) πολύφωτο (πολυκάνδηλο, ή πολυκήριο) αναρτώμενο στο κέντρο και σε άλλα σημεία τών ορθόδοξων ναών για φωτισμό του εσωτερικού τους και ως ένδειξη τιμής και ευλάβειας προς τις ιερές τελετές ή και ως σύμβολο τών αστέρων του ουρανού, τον οποίο συμβολίζει η οροφή του ναού
2. φρ. «σιγά τον πολυέλαιο» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει ότι ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα είναι ασήμαντο, ανάξιο λόγου
μσν.-αρχ.
αυτός που παράγει μεγάλη ποσότητα λαδιού, πολύ λάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -έλαιος (< ἔλαιον). Ο τ. πολυέλαιος, ο, με αρχική σημασία «πολυκάντηλο» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και το σύγχρονο, πολυτελές πολύφωτο. Η γρφ. πολυέλεος οφείλεται σε εσφαλμένο συσχετισμό της λέξης με το πολυέλεος (ύμνος), επειδή οι ύμνοι αυτοί ψάλλονται με αναμμένους τους πολυελαίους του ναού].
Greek Monotonic
πολυέλαιος: -ον (ἔλαιον), αυτός που παράγει άφθονο λάδι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πολυέλαιος: богатый запасами масла Xen.