πολυγηθής: Difference between revisions
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0660.png Seite 660]] ές, viel erfreuend; Ὧραι, Il. 21, 450; Hes. O. 612 [[Διώνυσος]], wie Th. 941; Pind. dor. [[πολυγαθής]], Διὸς εὐναί, P. 2, 28; Διωνύσου πολυγηθέα τιμάν, frg. 5; sp. D., [[ὀρχηθμός]] Ep. ad. 521 (IX, 189), [[ὄλβος]] Maneth. 2, 158. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0660.png Seite 660]] ές, viel erfreuend; Ὧραι, Il. 21, 450; Hes. O. 612 [[Διώνυσος]], wie Th. 941; Pind. dor. [[πολυγαθής]], Διὸς εὐναί, P. 2, 28; Διωνύσου πολυγηθέα τιμάν, frg. 5; sp. D., [[ὀρχηθμός]] Ep. ad. 521 (IX, 189), [[ὄλβος]] Maneth. 2, 158. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui cause une grande joie.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[γηθέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυγηθής''': Δωρ. -γᾱθής, ές, ([[γηθέω]]) ὁ πολὺ τέρπων, εὐφραίνων, εὐφρόσυνος, [[φαιδρός]], Ὧραι Ἰλ. Φ. 450· [[Διώνυσος]] Ἡσ. Θ. 941, Ἔργ. κ. Ἡμ. 612, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 5. 5· Διὸς εὐναὶ Πινδ. Π. 2. 51· ὀρχηθμὸς Ἀνθ. Π. 9. 189, κτλ. | |lstext='''πολυγηθής''': Δωρ. -γᾱθής, ές, ([[γηθέω]]) ὁ πολὺ τέρπων, εὐφραίνων, εὐφρόσυνος, [[φαιδρός]], Ὧραι Ἰλ. Φ. 450· [[Διώνυσος]] Ἡσ. Θ. 941, Ἔργ. κ. Ἡμ. 612, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 5. 5· Διὸς εὐναὶ Πινδ. Π. 2. 51· ὀρχηθμὸς Ἀνθ. Π. 9. 189, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 08:20, 2 October 2022
English (LSJ)
Dor. πολῠ-γᾱθής, ές, (γηθέω) much-cheering, delightful, gladsome, ὧραι Il.21.450; Διώνυσος Hes.Th.941, Op.614, cf. Pi.Fr.29.5; Διὸς εὐναί Id.P.2.28; ὀρχηθμός AP9.189, etc.: also voc. -γηθε (as if from -γηθος) Orph.H.10.10.
German (Pape)
[Seite 660] ές, viel erfreuend; Ὧραι, Il. 21, 450; Hes. O. 612 Διώνυσος, wie Th. 941; Pind. dor. πολυγαθής, Διὸς εὐναί, P. 2, 28; Διωνύσου πολυγηθέα τιμάν, frg. 5; sp. D., ὀρχηθμός Ep. ad. 521 (IX, 189), ὄλβος Maneth. 2, 158.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui cause une grande joie.
Étymologie: πολύς, γηθέω.
Greek (Liddell-Scott)
πολυγηθής: Δωρ. -γᾱθής, ές, (γηθέω) ὁ πολὺ τέρπων, εὐφραίνων, εὐφρόσυνος, φαιδρός, Ὧραι Ἰλ. Φ. 450· Διώνυσος Ἡσ. Θ. 941, Ἔργ. κ. Ἡμ. 612, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 5. 5· Διὸς εὐναὶ Πινδ. Π. 2. 51· ὀρχηθμὸς Ἀνθ. Π. 9. 189, κτλ.
English (Autenrieth)
ές (γηθέω): much-rejoicing, ‘ever gay,’ epithet of the Horae, conceived as never ceasing from the choral dance, Il. 21.450†.
Greek Monolingual
-ές, και δωρ. τ. πολυγαθής και πολύγηθος, -ον, Α
τερπνός, ευχάριστος («πολυγηθὴς Διώνυσσος», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γηθής / -γηθος (< γῆθος, τὸ «χαρά»), πρβλ. ευ-γηθής].
Greek Monotonic
πολυγηθής: Δωρ. -γᾰθής, -ές (γηθέω), πολύ εύθυμος, γοητευτικός, θελκτικός, σαγηνευτικός, πολύ χαρούμενος, εξαιρετικά ευχάριστος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
πολυγηθής: дор. πολυγᾱθής 2 полный радости, радостный или радующий (Ὧραι Hom.; Διώνυσος Hes.; ὀρχηθμός Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυγηθής -ές, Dor. πολυγᾱθής [πολύς, γηθέω] vreugdevol.
Middle Liddell
πολυ-γηθής, δοριξ πολυ-γᾱθής, ές γηθέω
much-cheering, delightful, gladsome, Il., Hes.