ἀνέβραχε: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀνέβρᾰχε) <b class="num">• Alolema(s):</b> ἀνήβραχεν Hsch.<br />sólo en aor. [[resonar]], [[hacer ruido]] de las armas de Aquiles τὰ δ' [[ἀνέβραχε]] δαίδαλα <i>Il</i>.19.13, de las puertas τὰ δ' ἀνέβραχεν ἠΰτε ταῦρος <i>Od</i>.21.48, cf. ἀνήβραχεν· ἤχησεν Hsch.
|dgtxt=(ἀνέβρᾰχε) <b class="num">• Alolema(s):</b> ἀνήβραχεν Hsch.<br />sólo en aor. [[resonar]], [[hacer ruido]] de las armas de Aquiles τὰ δ' [[ἀνέβραχε]] δαίδαλα <i>Il</i>.19.13, de las puertas τὰ δ' ἀνέβραχεν ἠΰτε ταῦρος <i>Od</i>.21.48, cf. ἀνήβραχεν· ἤχησεν Hsch.
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. ao.2</i>;<br />craquer, faire du bruit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], R. Βραχ faire du bruit.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνέβρᾰχε''': (ἴδε *[[βράχω]]) γ΄ ἑν. ἀορ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, τὰ δ’ [[ἀνέβραχε]] [τὰ τεύχεα] «ποιὸν ἦχον ἀπετέλεσεν» (Σχόλ.), ἰσχυρῶς ἐκρότησαν, Ἰλ. Τ. 13· τὰ δ’ ἀνέβραχεν [τὰ [[θύρετρα]]], ἰσχυρῶς ἔτριξαν, Ὀδ. Φ. 48 · παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1147 ἐπὶ τοῦ ὕδατος, ἐξώρμησε μετὰ πατάγου (ἂν μὴ [[ἀναγνωστέον]] ἀνέβροχε). Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. [[βρόξαι]] 7.
|lstext='''ἀνέβρᾰχε''': (ἴδε *[[βράχω]]) γ΄ ἑν. ἀορ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, τὰ δ’ [[ἀνέβραχε]] [τὰ τεύχεα] «ποιὸν ἦχον ἀπετέλεσεν» (Σχόλ.), ἰσχυρῶς ἐκρότησαν, Ἰλ. Τ. 13· τὰ δ’ ἀνέβραχεν [τὰ [[θύρετρα]]], ἰσχυρῶς ἔτριξαν, Ὀδ. Φ. 48 · παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1147 ἐπὶ τοῦ ὕδατος, ἐξώρμησε μετὰ πατάγου (ἂν μὴ [[ἀναγνωστέον]] ἀνέβροχε). Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. [[βρόξαι]] 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. ao.2</i>;<br />craquer, faire du bruit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], R. Βραχ faire du bruit.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέβρᾰχε Medium diacritics: ἀνέβραχε Low diacritics: ανέβραχε Capitals: ΑΝΕΒΡΑΧΕ
Transliteration A: anébrache Transliteration B: anebrache Transliteration C: anevrache Beta Code: a)ne/braxe

English (LSJ)

(v. Βράχω), 3sg. aor. 2, with no pres., τὰ δ' ἀνέβραχε but it [the armour] clashed or rang loudly, Il.19.13; τὰ δ' ἀνέβραχεν [the door] creaked or grated loudly, Od.21.48; of water, gushed roaring forth, A.R.1.1147.

Spanish (DGE)

(ἀνέβρᾰχε) • Alolema(s): ἀνήβραχεν Hsch.
sólo en aor. resonar, hacer ruido de las armas de Aquiles τὰ δ' ἀνέβραχε δαίδαλα Il.19.13, de las puertas τὰ δ' ἀνέβραχεν ἠΰτε ταῦρος Od.21.48, cf. ἀνήβραχεν· ἤχησεν Hsch.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao.2;
craquer, faire du bruit.
Étymologie: ἀνά, R. Βραχ faire du bruit.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέβρᾰχε: (ἴδε *βράχω) γ΄ ἑν. ἀορ. β΄ ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, τὰ δ’ ἀνέβραχε [τὰ τεύχεα] «ποιὸν ἦχον ἀπετέλεσεν» (Σχόλ.), ἰσχυρῶς ἐκρότησαν, Ἰλ. Τ. 13· τὰ δ’ ἀνέβραχεν [τὰ θύρετρα], ἰσχυρῶς ἔτριξαν, Ὀδ. Φ. 48 · παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1147 ἐπὶ τοῦ ὕδατος, ἐξώρμησε μετὰ πατάγου (ἂν μὴ ἀναγνωστέον ἀνέβροχε). Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. βρόξαι 7.

Greek Monolingual

ἀνέβραχε (Α)
αόρ. του υποθ. βράχω
«τρίζω, μουγγρίζω, βροντώ».

Greek Monotonic

ἀνέβρᾰχε: (*βράχω), γʹ ενικ. αορ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, έκανε ηχηρό κρότο ή ήχησε δυνατά, λέγεται για πανοπλία, σε Ομήρ. Ιλ.· βρόντηξε ή έκλεισε με δύναμη, λέγεται για πόρτα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέβραχε: эп. 3 л. sing. к ἀναβραχεῖν.

Middle Liddell

[*βράχω [no pres. in use]
clashed or rung loudly, of armour, Il.; creaked or grated loudly, of a door, Od.