ἀκάλυπτος: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-κᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[descubierto]] τοιόνδ' [[ἄγος]] ἀκάλυπτον οὕτω δεικνύναι S.<i>OT</i> 1427, cf. Arist.<i>HA</i> 489<sup>b</sup>5, <i>Apoc.En</i>.9.5, Luc.<i>Am</i>.13, Plu.<i>Cat.Mi</i>.5.<br /><b class="num">2</b> [[desguarnecido]], [[sin hogar]] [[βίος]] Men.<i>Fr</i>.298.6.<br /><b class="num">3</b> adv. -ως [[descubiertamente]], [[abiertamente]] ἄγειν [[LXX]] 3<i>Ma</i>.4.6. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-κᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[descubierto]] τοιόνδ' [[ἄγος]] ἀκάλυπτον οὕτω δεικνύναι S.<i>OT</i> 1427, cf. Arist.<i>HA</i> 489<sup>b</sup>5, <i>Apoc.En</i>.9.5, Luc.<i>Am</i>.13, Plu.<i>Cat.Mi</i>.5.<br /><b class="num">2</b> [[desguarnecido]], [[sin hogar]] [[βίος]] Men.<i>Fr</i>.298.6.<br /><b class="num">3</b> adv. -ως [[descubiertamente]], [[abiertamente]] ἄγειν [[LXX]] 3<i>Ma</i>.4.6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />non voilé, à découvert.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καλύπτω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκάλυπτος''': -ον, ὁ μὴ κεκαλυμμένος, ἀσκεπής, Ο. Τ. 1427, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 5. 2. 2) ἐν ἀκαλύπτῳ… βίῳ, ἐπὶ τοῦ μὴ ἔχοντος στέγην ὑφ᾿ ἣν νὰ κατοικήσῃ, Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 4. - Ἐπίρρ. -τως, Μακκαβ. Γ΄ δ΄, 6. | |lstext='''ἀκάλυπτος''': -ον, ὁ μὴ κεκαλυμμένος, ἀσκεπής, Ο. Τ. 1427, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 5. 2. 2) ἐν ἀκαλύπτῳ… βίῳ, ἐπὶ τοῦ μὴ ἔχοντος στέγην ὑφ᾿ ἣν νὰ κατοικήσῃ, Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 4. - Ἐπίρρ. -τως, Μακκαβ. Γ΄ δ΄, 6. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, uncovered, unveiled, S.OT1427, Arist.HA489b5, 1Enoch9.5; ἐν ἀκαλύπτῳ . .βίῳ, of one who has no house over his head, Men.404. Adv. -τως LXX 3 Ma.4.6.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-κᾰ-]
1 descubierto τοιόνδ' ἄγος ἀκάλυπτον οὕτω δεικνύναι S.OT 1427, cf. Arist.HA 489b5, Apoc.En.9.5, Luc.Am.13, Plu.Cat.Mi.5.
2 desguarnecido, sin hogar βίος Men.Fr.298.6.
3 adv. -ως descubiertamente, abiertamente ἄγειν LXX 3Ma.4.6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non voilé, à découvert.
Étymologie: ἀ, καλύπτω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάλυπτος: -ον, ὁ μὴ κεκαλυμμένος, ἀσκεπής, Ο. Τ. 1427, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 5. 2. 2) ἐν ἀκαλύπτῳ… βίῳ, ἐπὶ τοῦ μὴ ἔχοντος στέγην ὑφ᾿ ἣν νὰ κατοικήσῃ, Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 4. - Ἐπίρρ. -τως, Μακκαβ. Γ΄ δ΄, 6.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκάλυπτος, -ον) καλυπτός
1. όποιος δεν έχει καλυφθεί, ασκέπαστος
«πηγάδι ακάλυπτο»
2. γυμνός
«σώμα ακάλυπτο», «μέλη του σώματος ακάλυπτα»
3. ασκεπής, ξεσκούφωτος
4. (χώρος) αδεντροφύτευτος, άδεντρος, γυμνός
5. (χώρος) που μένει υποχρεωτικά ελεύθερος μεταξύ οικοδομών
6. (οφειλέτης) ο οποίος δεν έχει πληρώσει τα χρέη του
7. (χαρτονόμισμα) χωρίς το ανάλογο μεταλλικό αντίκρυσμα
8. (επιταγή) χωρίς αντίκρυσμα
9. (λογαριασμός) ανοικτός, που εμφανίζει χρεωστικό υπόλοιπο
10. το ακάλυπτον
τραπεζικός όρος που φανερώνει υπέρβαση πιστώσεως, η οποία έχει ανοιχτεί από την Τράπεζα για κάποιον πελάτη
αρχ.
1. ασκέπαστος, ασκεπής
2. μτφ. άστεγος
«ἐν ἀκαλύπτῳ βίῳ» (Μένανδρ. 404).
Greek Monotonic
ἀκάλυπτος: -ον, ασκεπής, ξεσκέπαστος, αυτός που δεν έχει σκεπή ή στέγαστρο, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκάλυπτος: (κᾰ) неприкрытый, непокрытый (ἄγος Soph.; βράγχια Arst.: κεφαλή Plut.): ἀ. βίος Men. бездомная жизнь.