ἀποδέω: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[ligar]] esp. del [[ombligo]], Pl.<i>Smp</i>.190e, Arist.<i>HA</i> 587<sup>a</sup>14, Plu.2.907e.<br /><b class="num">2</b> [[atar]], [[sujetar]] τὰς φλέβας Hp.<i>Morb</i>.2.20, ἐν δερματίῳ σμικρῷ ἀποδέδεταί τι Pl.<i>Erx</i>.400a, ἀσκοὺς ... ἀποδεδεμένους [[LXX]] <i>Io</i>.9.4, cf. Erasistr. en Gal.11.148, Aen.Tact.31.10, I.<i>AI</i> 4.233, D.P.<i>Au</i>.2.15, Aristid.Quint.94.16<br /><b class="num">•</b>abs. Hp.<i>Epid</i>.6.6.6.<br /><b class="num">II</b> en v. med. [[desatar]] [[ἀποδοῦ]]· ἀπόλυσον Hsch. (pero Sud. ἀπόθου).<br /><b class="num">• Morfología:</b> [arcad. pres. 3.<sup>a</sup> sg. ἀπυδίει <i>IG</i> 5(2).6.96 (Tegea IV a.C.)]<br /><b class="num">1</b> c. gen. [[carecer de]] τῆς ἀληθείας Pl.<i>Ax</i>.369d, παραδειγμάτων <i>PFay</i>.20.2, cf. D.C.65.22.1, Dion.Ar.<i>CH</i> M.3.140C, <i>IG</i> [[l.c.]]<br /><b class="num">•</b>esp. con numerales τριακοσίων ἀποδέοντα μύρια = diez mil menos trescientos</i> Th.2.13, δυεῖν χιλιάδων ἀποδέοντες εἶναι [[δισμύριοι]] D.H.7.3, cf. Th.4.38.<br /><b class="num">2</b> c. ac. neutr. de adj. o pron. cuantificador y gen. pers. [[ser inferior a]] μηδὲν ... δυνάμει τοῦ προπάτορος Hp.<i>Ep</i>.16, οὐ πολὺ τῆς Σαπφοῦς Luc.<i>Merc.Cond</i>.36, οὔτε πλήθει πολὺ ἀποδέοντες ἀλλήλων D.H.3.52, c. dat. οὐδέποτε Ῥωμαῖοι πολεμίοις ἀποδέοντες τοσοῦτον πλήθει Plu.<i>Luc</i>.28<br /><b class="num">•</b>fig. εἰ μὴ χρόνῳ μηδὲ μεγέθει τῶν πόνων Plu.2.1088c.<br /><b class="num">3</b> c. ac. neutr. de adj. o pron. cuantificador y gen. de abstr. [[distar]] τοσοῦτον [[ἀποδέω]] τῶν περιττῶν Pl.<i>Ax</i>.366b, τοσοῦτον ... [[ἀποδέω]] τοῦ δεδοικέναι Pl.<i>Ax</i>.372a<br /><b class="num">•</b>c. inf. ὀλίγον ἀποδεῖ ... εἶναι Plu.2.978e.
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[ligar]] esp. del [[ombligo]], Pl.<i>Smp</i>.190e, Arist.<i>HA</i> 587<sup>a</sup>14, Plu.2.907e.<br /><b class="num">2</b> [[atar]], [[sujetar]] τὰς φλέβας Hp.<i>Morb</i>.2.20, ἐν δερματίῳ σμικρῷ ἀποδέδεταί τι Pl.<i>Erx</i>.400a, ἀσκοὺς ... ἀποδεδεμένους [[LXX]] <i>Io</i>.9.4, cf. Erasistr. en Gal.11.148, Aen.Tact.31.10, I.<i>AI</i> 4.233, D.P.<i>Au</i>.2.15, Aristid.Quint.94.16<br /><b class="num">•</b>abs. Hp.<i>Epid</i>.6.6.6.<br /><b class="num">II</b> en v. med. [[desatar]] [[ἀποδοῦ]]· ἀπόλυσον Hsch. (pero Sud. ἀπόθου).<br /><b class="num">• Morfología:</b> [arcad. pres. 3.<sup>a</sup> sg. ἀπυδίει <i>IG</i> 5(2).6.96 (Tegea IV a.C.)]<br /><b class="num">1</b> c. gen. [[carecer de]] τῆς ἀληθείας Pl.<i>Ax</i>.369d, παραδειγμάτων <i>PFay</i>.20.2, cf. D.C.65.22.1, Dion.Ar.<i>CH</i> M.3.140C, <i>IG</i> [[l.c.]]<br /><b class="num">•</b>esp. con numerales τριακοσίων ἀποδέοντα μύρια = diez mil menos trescientos</i> Th.2.13, δυεῖν χιλιάδων ἀποδέοντες εἶναι [[δισμύριοι]] D.H.7.3, cf. Th.4.38.<br /><b class="num">2</b> c. ac. neutr. de adj. o pron. cuantificador y gen. pers. [[ser inferior a]] μηδὲν ... δυνάμει τοῦ προπάτορος Hp.<i>Ep</i>.16, οὐ πολὺ τῆς Σαπφοῦς Luc.<i>Merc.Cond</i>.36, οὔτε πλήθει πολὺ ἀποδέοντες ἀλλήλων D.H.3.52, c. dat. οὐδέποτε Ῥωμαῖοι πολεμίοις ἀποδέοντες τοσοῦτον πλήθει Plu.<i>Luc</i>.28<br /><b class="num">•</b>fig. εἰ μὴ χρόνῳ μηδὲ μεγέθει τῶν πόνων Plu.2.1088c.<br /><b class="num">3</b> c. ac. neutr. de adj. o pron. cuantificador y gen. de abstr. [[distar]] τοσοῦτον [[ἀποδέω]] τῶν περιττῶν Pl.<i>Ax</i>.366b, τοσοῦτον ... [[ἀποδέω]] τοῦ δεδοικέναι Pl.<i>Ax</i>.372a<br /><b class="num">•</b>c. inf. ὀλίγον ἀποδεῖ ... εἶναι Plu.2.978e.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><b>1</b> lier fortement;<br /><b>2</b> attacher <i>ou</i> coudre dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δέω]]¹.<br /><span class="bld">2</span><i>f.</i> [[ἀποδεήσω]];<br /><b>1</b> manquer de : τριακοσίων ἀποδέοντα μύρια THC dix mille moins trois cents, <i>càd</i> 9700;<br /><b>2</b> être inférieur à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δέω]]².
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδέω''': μέλλ. -δήσω, δένω [[καλῶς]], δένω τὸν ὀμφαλὸν (πρβλ. [[ἀπόδεσις]]), ἀπέδει κατά μέσην τὴν γαστέρα Πλάτ. Συμπ. 190Ε: - Παθ., ἐν δερματίῳ σμικρῷ ἀποδέδεται ὅσον γε στατῆρος τὸ [[μέγεθος]] [[μάλιστα]] ὁ αὐτ. Ἐρυξ. 400Α.
|lstext='''ἀποδέω''': μέλλ. -δήσω, δένω [[καλῶς]], δένω τὸν ὀμφαλὸν (πρβλ. [[ἀπόδεσις]]), ἀπέδει κατά μέσην τὴν γαστέρα Πλάτ. Συμπ. 190Ε: - Παθ., ἐν δερματίῳ σμικρῷ ἀποδέδεται ὅσον γε στατῆρος τὸ [[μέγεθος]] [[μάλιστα]] ὁ αὐτ. Ἐρυξ. 400Α.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><b>1</b> lier fortement;<br /><b>2</b> attacher <i>ou</i> coudre dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δέω]]¹.<br /><span class="bld">2</span><i>f.</i> [[ἀποδεήσω]];<br /><b>1</b> manquer de : τριακοσίων ἀποδέοντα μύρια THC dix mille moins trois cents, <i>càd</i> 9700;<br /><b>2</b> être inférieur à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δέω]]².
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδέω Medium diacritics: ἀποδέω Low diacritics: αποδέω Capitals: ΑΠΟΔΕΩ
Transliteration A: apodéō Transliteration B: apodeō Transliteration C: apodeo Beta Code: a)pode/w

English (LSJ)

(A), bind fast, tie up the navel, Pl.Smp.190e; generally, bind, LXXJo.9.4, J.AJ4.8.21:—Pass., ἐν δερματίῳ ἀποδέδεταί τι Pl. Erx.400a, cf. Arist.HA587a14, Erasistr. ap. Gal.11.148.

(B), to be in want of, lack, often in accounts of numbers, τριακοσίων ἀποδέοντα μύρια 10,000 lacking or save 300, Th.2.13, cf. 4.38, etc.; δυεῖν χιλιάδων ἀποδέοντες εἶναι δισμύριοι D.H.7.3; generally, τοσοῦτον ἀποδέω τινός so far am I from .., Pl.Ax.366b,372a: c. inf., ὀλίγον ἀποδεῖν εἶναι want little of being, Plu.2.978f; fall short of, be inferior to, τινός Luc.Merc.Cond.36, cf. Plu.2.1088c; πλήθει οὐ πολὺ ἀποδέοντες ἀλλήλων not differing much in number, D.H.3.52, cf. Plu.Luc.28; come short of, miss, τῆς ἀληθείας Pl.Ax.369d.

Spanish (DGE)

I 1ligar esp. del ombligo, Pl.Smp.190e, Arist.HA 587a14, Plu.2.907e.
2 atar, sujetar τὰς φλέβας Hp.Morb.2.20, ἐν δερματίῳ σμικρῷ ἀποδέδεταί τι Pl.Erx.400a, ἀσκοὺς ... ἀποδεδεμένους LXX Io.9.4, cf. Erasistr. en Gal.11.148, Aen.Tact.31.10, I.AI 4.233, D.P.Au.2.15, Aristid.Quint.94.16
abs. Hp.Epid.6.6.6.
II en v. med. desatar ἀποδοῦ· ἀπόλυσον Hsch. (pero Sud. ἀπόθου).
• Morfología: [arcad. pres. 3.a sg. ἀπυδίει IG 5(2).6.96 (Tegea IV a.C.)]
1 c. gen. carecer de τῆς ἀληθείας Pl.Ax.369d, παραδειγμάτων PFay.20.2, cf. D.C.65.22.1, Dion.Ar.CH M.3.140C, IG l.c.
esp. con numerales τριακοσίων ἀποδέοντα μύρια = diez mil menos trescientos Th.2.13, δυεῖν χιλιάδων ἀποδέοντες εἶναι δισμύριοι D.H.7.3, cf. Th.4.38.
2 c. ac. neutr. de adj. o pron. cuantificador y gen. pers. ser inferior a μηδὲν ... δυνάμει τοῦ προπάτορος Hp.Ep.16, οὐ πολὺ τῆς Σαπφοῦς Luc.Merc.Cond.36, οὔτε πλήθει πολὺ ἀποδέοντες ἀλλήλων D.H.3.52, c. dat. οὐδέποτε Ῥωμαῖοι πολεμίοις ἀποδέοντες τοσοῦτον πλήθει Plu.Luc.28
fig. εἰ μὴ χρόνῳ μηδὲ μεγέθει τῶν πόνων Plu.2.1088c.
3 c. ac. neutr. de adj. o pron. cuantificador y gen. de abstr. distar τοσοῦτον ἀποδέω τῶν περιττῶν Pl.Ax.366b, τοσοῦτον ... ἀποδέω τοῦ δεδοικέναι Pl.Ax.372a
c. inf. ὀλίγον ἀποδεῖ ... εἶναι Plu.2.978e.

French (Bailly abrégé)

11 lier fortement;
2 attacher ou coudre dans.
Étymologie: ἀπό, δέω¹.
2f. ἀποδεήσω;
1 manquer de : τριακοσίων ἀποδέοντα μύρια THC dix mille moins trois cents, càd 9700;
2 être inférieur à, gén..
Étymologie: ἀπό, δέω².

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδέω: μέλλ. -δήσω, δένω καλῶς, δένω τὸν ὀμφαλὸν (πρβλ. ἀπόδεσις), ἀπέδει κατά μέσην τὴν γαστέρα Πλάτ. Συμπ. 190Ε: - Παθ., ἐν δερματίῳ σμικρῷ ἀποδέδεται ὅσον γε στατῆρος τὸ μέγεθος μάλιστα ὁ αὐτ. Ἐρυξ. 400Α.

Greek Monolingual

(I)
ἀποδέω (Α)
δένω σφιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + δέω (Ι) «δένω, δεσμεύω»].
(II)
ἀποδέω (Α)
1. έχω έλλειψη από κάτι, χρειάζομαι κάτι
2. μειονεκτώ
3. διαφέρω
4. χάνω κάτι
5. φρ. «τοσοῦτον ἀποδέω τινός» — τόσο απέχω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + δέω (ΙΙ) «έχω έλλειψη, στερούμαι, έχω ανάγκη»].

Greek Monotonic

ἀποδέω: μέλ. -δεήσω, έχω έλλειψη, υπολείπομαι, είμαι λιγότερος· τριακοσίων ἀποδέοντα μύρια, δέκα χιλιάδες παρά (που τους λείπουν) τριακόσιοι, σε Θουκ.· είμαι υποδεέστερος, κατώτερος από, τινός, σε Λουκ.
ἀποδέω: μέλ. -δήσω, δένω σφιχτά, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδέω:
I (fut. ἀποδήσω)
1) перевязывать, перетягивать (τὸν ὄμφαλον Plat., Arst.);
2) завязывать (ἀποδεῖσθαι ἐν δερματίῳ σμικρῷ Plat.).
II (fut. ἀποδεήσω) находиться в меньшем количестве, быть меньшим: ὀκτώ ἀποδέοντες τριακόσιοι Thuc. 300 без 8, т. е. 292; ἔτη ἑνὸς ἀποδέοντα ἑκατόν Luc. 99 лет; ἄσματα οὐ πολὺ τῆς Σαπφῦς ἀποδέοντα Luc. песни, немногим хуже тех, которые написала Сапфо; τοσοῦτον ἀποδέω τοῦ δεδοικέναι τὸν θάνατον, ὥστε … Plat. я настолько далек от страха смерти, что …; οὐδὲν ἀ. τινος Plut. не уступать чему-л.; ἀ. τῆς ἀληθείας Plat. быть далеким от истины.

Middle Liddell

1
to bind fast, Plat.
2
to be in want of, lack, τριακοσίων ἀποδέοντα μύρια 10, 000 lacking 300, Thuc.: to fall short of, be inferior to, τινός Luc.