Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἰοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1255.png Seite 1255]] ές, veilchen-, dunkelfarbig; das Meer, sowohl das ruhige, Il. 11, 298 Od. 5, 56, als das sturmbewegte, 11, 107, [[κρήνη]] Hes. Th. 3; [[ὕδωρ]] Theocr. 16, 62; – giftig, [[λοιγός]] Nic. Th. 243; [[κέντρον]] 886. Vgl. [[ἰώδης]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1255.png Seite 1255]] ές, veilchen-, dunkelfarbig; das Meer, sowohl das ruhige, Il. 11, 298 Od. 5, 56, als das sturmbewegte, 11, 107, [[κρήνη]] Hes. Th. 3; [[ὕδωρ]] Theocr. 16, 62; – giftig, [[λοιγός]] Nic. Th. 243; [[κέντρον]] 886. Vgl. [[ἰώδης]].
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ής, ές :<br />tirant sur le violet, aux reflets violets, sombre.<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]], [[εἶδος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰοειδής''': -ές, (ἴον) [[ὅμοιος]] πρὸς τὸ [[ἄνθος]] ἴον (ἴδε ἴον IV), [[πορφυροῦς]], παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἰοειδέα πόντον, [[εἴτε]] ἐν γαλήνῃ, Ἰλ. Λ. 298, Ὀδ. Ε. 56, κτλ.· [[εἴτε]] ἐν τρικυμίᾳ, Ὀδ. Λ. 107, πρβλ. Ἡσ. Θ. 844· [[κρήνη]] ὁ αὐτ. 3· [[ὕδωρ]] Θεόκρ. 16. 62 ([[ἔνθα]] ὁ Meineke διαειδέϊ, διαφανεῖ)· ― μεταφ., [[λοιγός]], [[κέντρον]] Νικ. Θηρ. 243, 886. ΙΙ. [[ὅμοιος]] πρὸς ἴον κατὰ τὴν εὐωδίαν, [[εὐώδης]], [[εὔοσμος]], κυκλαμὶς Ὀρφ. Ἀργ. 920.
|lstext='''ἰοειδής''': -ές, (ἴον) [[ὅμοιος]] πρὸς τὸ [[ἄνθος]] ἴον (ἴδε ἴον IV), [[πορφυροῦς]], παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἰοειδέα πόντον, [[εἴτε]] ἐν γαλήνῃ, Ἰλ. Λ. 298, Ὀδ. Ε. 56, κτλ.· [[εἴτε]] ἐν τρικυμίᾳ, Ὀδ. Λ. 107, πρβλ. Ἡσ. Θ. 844· [[κρήνη]] ὁ αὐτ. 3· [[ὕδωρ]] Θεόκρ. 16. 62 ([[ἔνθα]] ὁ Meineke διαειδέϊ, διαφανεῖ)· ― μεταφ., [[λοιγός]], [[κέντρον]] Νικ. Θηρ. 243, 886. ΙΙ. [[ὅμοιος]] πρὸς ἴον κατὰ τὴν εὐωδίαν, [[εὐώδης]], [[εὔοσμος]], κυκλαμὶς Ὀρφ. Ἀργ. 920.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ής, ές :<br />tirant sur le violet, aux reflets violets, sombre.<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]], [[εἶδος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 17:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰοειδής Medium diacritics: ἰοειδής Low diacritics: ιοειδής Capitals: ΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ioeidḗs Transliteration B: ioeidēs Transliteration C: ioeidis Beta Code: i)oeidh/s

English (LSJ)

[ῐ], ές, (ἴον) A like the flower ἴον 1, purple, in Hom. always of the sea, ἰοειδέα πόντον, whether calm or stormy, Il.11.298, Od.5.56, 11.107, Hes.Th.844; κρήνη ib.3. II (ἰός B) poisonous, κέντρον Nic.Th.886; λοιγός ib.243. [Nic. makes ῐ short, as conversely he has ῑάσι from ἴον (q.v.).]

German (Pape)

[Seite 1255] ές, veilchen-, dunkelfarbig; das Meer, sowohl das ruhige, Il. 11, 298 Od. 5, 56, als das sturmbewegte, 11, 107, κρήνη Hes. Th. 3; ὕδωρ Theocr. 16, 62; – giftig, λοιγός Nic. Th. 243; κέντρον 886. Vgl. ἰώδης.

French (Bailly abrégé)

1ής, ές :
tirant sur le violet, aux reflets violets, sombre.
Étymologie: ἴον, εἶδος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰοειδής: -ές, (ἴον) ὅμοιος πρὸς τὸ ἄνθος ἴον (ἴδε ἴον IV), πορφυροῦς, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἰοειδέα πόντον, εἴτε ἐν γαλήνῃ, Ἰλ. Λ. 298, Ὀδ. Ε. 56, κτλ.· εἴτε ἐν τρικυμίᾳ, Ὀδ. Λ. 107, πρβλ. Ἡσ. Θ. 844· κρήνη ὁ αὐτ. 3· ὕδωρ Θεόκρ. 16. 62 (ἔνθα ὁ Meineke διαειδέϊ, διαφανεῖ)· ― μεταφ., λοιγός, κέντρον Νικ. Θηρ. 243, 886. ΙΙ. ὅμοιος πρὸς ἴον κατὰ τὴν εὐωδίαν, εὐώδης, εὔοσμος, κυκλαμὶς Ὀρφ. Ἀργ. 920.

English (Autenrieth)

ές (ϝίον, ϝεῖδος): violetcolored, deep blue, epithet of the sea.

Greek Monolingual

(I)
-ές (Α ἰοειδής, -ές)
αυτός που έχει το χρώμα του ίου, μενεξεδής, ιόχρους («ἰοειδέα πόντον», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιοειδή
οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών
αρχ.
1. αυτός που ευωδιάζει όπως το ίον, ευώδης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰοειδές ή ἰώδες
το χρώμα του ίου, το μενεξεδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. ατρακτοειδής, κολλοειδής].
(II)
ἰοειδής, -ές (Α)
αυτός που περιέχει ιό, δηλητήριο, ο δηλητηριώδης, ο φαρμακερός («ἰοειδὲς κέντρον», Νίκ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + -ειδής].

Greek Monotonic

ἰοειδής: -ές (ἴον, εἶδος), όμοιος με τη βιολέτα, βιολετής, πορφυρός, λέγεται για τη θάλασσα, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἰοειδής: (ῑο) похожий цветом на фиалку, т. е. темно-синий (πόντος Hom.; κρήνη Hes.; ὕδωρ Theocr. - v.l. διαειδής).

Middle Liddell

ἰο-ειδής, ές [ἴον, εἶδος
like the violet, purple, of the sea, Hom.