ὑπόμαργος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1225.png Seite 1225]] etwas rasend, albern, im compar.; Her. 3, 29. 145. 6, 75. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1225.png Seite 1225]] etwas rasend, albern, im compar.; Her. 3, 29. 145. 6, 75. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />un peu querelleur, provocant;<br /><i>Cp.</i> ὑπομαργότερος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[μάργος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόμαργος''': -ον, ὀλίγον τι μαινόμενος, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ. ὑπομαργότερος, Ἡρόδ. 3. 29, 145., 6. 75, Διον. Ἁλ. 3. 2, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 49. | |lstext='''ὑπόμαργος''': -ον, ὀλίγον τι μαινόμενος, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ. ὑπομαργότερος, Ἡρόδ. 3. 29, 145., 6. 75, Διον. Ἁλ. 3. 2, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 49. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, somewhat mad, crazy, only in Comp. ὑπομαργότερος, Hdt.3.29,145, 6.75, D.H.3.2, App.BC5.49.
German (Pape)
[Seite 1225] etwas rasend, albern, im compar.; Her. 3, 29. 145. 6, 75.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
un peu querelleur, provocant;
Cp. ὑπομαργότερος.
Étymologie: ὑπό, μάργος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόμαργος: -ον, ὀλίγον τι μαινόμενος, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ. ὑπομαργότερος, Ἡρόδ. 3. 29, 145., 6. 75, Διον. Ἁλ. 3. 2, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 49.
Greek Monolingual
-ον, Α
(μόνον ο συγκριτ. τ. αρσ.) ὑπομαργότερος·ο κάπως πιο τρελός ή παλαβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μάργος «τρελός, μανιακός»].
Greek Monotonic
ὑπόμαργος: -ον, κάπως τρελός, έξαλλος, σε συγκρ. ὑπομαργότερος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόμαργος: (только compar.) несколько сумасбродный, не в своем уме, помешанный Her.
Middle Liddell
ὑπό-μαργος, ον,
somewhat mad, in comp. ὑπομαργότερος, Hdt.