κρῖμα: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 5: | Line 5: | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> objet d'une contestation, contestation, querelle;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> jugement, décision.<br />'''Étymologie:''' [[κρίνω]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> objet d'une contestation, contestation, querelle;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> jugement, décision.<br />'''Étymologie:''' [[κρίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κρῖμα -ατος, τό, later κρίμα [κρίνω] poët. kwestie, zaak:; οὐκ εὔκριτον τὸ κρῖμα de kwestie is niet gemakkelijk te beslissen Aeschl. Suppl. 397; rechtsgeschil. beslissing, oordeel, veroordeling. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρῖμα:''' ατος τό [[κρίνω]] решение, приговор, тж. суждение Polyb., NT, [[Chrysippus]] ap. Plut., Sext.: οὐκ εὔκριτον τὸ κ. Aesch. решение (тут) нелегко. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρῖμα:''' -ατος, τό ([[κρίνω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[απόφαση]], [[κρίση]], σε Καινή Διαθήκη· [[ποινή]], [[καταδίκη]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ζήτημα]] προς [[κρίση]], [[υπόθεση]] νομική, στο ίδ. | |lsmtext='''κρῖμα:''' -ατος, τό ([[κρίνω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[απόφαση]], [[κρίση]], σε Καινή Διαθήκη· [[ποινή]], [[καταδίκη]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ζήτημα]] προς [[κρίση]], [[υπόθεση]] νομική, στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κρῖμα''': τό, ([[κρίνω]]) [[ἀπόφασις]], [[κρίσις]], Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1046Ε, Πολύβ. 24. 1, 12. Κ. Δ.· [[ἀπόφασις]] καταδικαστική, [[καταδίκη]], συχν. παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ τῇ Κ. Δ. 2) ἀντικείμενον κρίσεως, [[ζήτημα]], οὐκ εὔκριτον τὸ [[κρῖμα]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 397· [[δίκη]], Ἑβδ., Α΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ς΄, 7. ΙΙ. = [[κρίσις]], Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 39, Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 25, κτλ. ῑ κατ’ ἀναλογίαν ὡς παρ’ Αἰσχύλῳ ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Λοβ. Παραλ. 418· ἀλλ’ [[ὅμως]] ὁ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 176, 177 ἔχει κρίμα [[μετὰ]] ῐ, ὡς φέρεται ἐν Ἀντιγρ. τῆς Καιν. Διαθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:50, 2 October 2022
German (Pape)
[Seite 1509] τό, so ist die Quantität bei Aesch.; Nonn. par. 9, 176 braucht ι kurz, u. so findet sich oft κρίμα geschrieben; die Entscheidung, das Urtheil; οὐκ εὔκριτον τὸ κρῖμα Aesch. Suppl. 392, wo ι lang ist; ἐγκαλοῦντες τοῖς κρίμασι ὡς παραβεβραβευμένοις Pol. 24, 1, 12; Sp., wie N. T., auch = Verurtheilung, παρέδωκαν αὐτον εἰς κρῖμα θανάτου Ev. Luc. 24, 20. – Bei den LXX auch = gesetzliche Bestimmung, Gesetz.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 objet d'une contestation, contestation, querelle;
2 p. ext. jugement, décision.
Étymologie: κρίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρῖμα -ατος, τό, later κρίμα [κρίνω] poët. kwestie, zaak:; οὐκ εὔκριτον τὸ κρῖμα de kwestie is niet gemakkelijk te beslissen Aeschl. Suppl. 397; rechtsgeschil. beslissing, oordeel, veroordeling.
Russian (Dvoretsky)
κρῖμα: ατος τό κρίνω решение, приговор, тж. суждение Polyb., NT, Chrysippus ap. Plut., Sext.: οὐκ εὔκριτον τὸ κ. Aesch. решение (тут) нелегко.
Greek Monotonic
κρῖμα: -ατος, τό (κρίνω),
1. απόφαση, κρίση, σε Καινή Διαθήκη· ποινή, καταδίκη, στον ίδ.
2. ζήτημα προς κρίση, υπόθεση νομική, στο ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κρῖμα: τό, (κρίνω) ἀπόφασις, κρίσις, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1046Ε, Πολύβ. 24. 1, 12. Κ. Δ.· ἀπόφασις καταδικαστική, καταδίκη, συχν. παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ τῇ Κ. Δ. 2) ἀντικείμενον κρίσεως, ζήτημα, οὐκ εὔκριτον τὸ κρῖμα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 397· δίκη, Ἑβδ., Α΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ς΄, 7. ΙΙ. = κρίσις, Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 39, Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 25, κτλ. ῑ κατ’ ἀναλογίαν ὡς παρ’ Αἰσχύλῳ ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Λοβ. Παραλ. 418· ἀλλ’ ὅμως ὁ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 176, 177 ἔχει κρίμα μετὰ ῐ, ὡς φέρεται ἐν Ἀντιγρ. τῆς Καιν. Διαθ.
Middle Liddell
κρῖμα, ατος, τό, κρίνω
1. a decision, judgment, NTest.: sentence, condemnation, NTest.
2. a matter for judgment, law-suit, NTest.