συκομορέα: Difference between revisions

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 10: Line 10:
|Definition=or σῡκομορ-αία, ἡ,= [[συκόμορος]], <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>19.4</span>.
|Definition=or σῡκομορ-αία, ἡ,= [[συκόμορος]], <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>19.4</span>.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σῡκομορέα''': ἢ -αία, ἡ, = [[συκόμορος]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιθ΄, 4. ― Ὁ Κόντος [[ὅμως]] (Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 573-4) ψέγει τὸν τύπον συκομοραία ὡς πλημμελῆ.
|elnltext=συκομορέα -ας, ἡ [σῦκον, μόρον] sycomoor, wilde vijgenboom.
}}
{{elru
|elrutext='''σῡκομορέα:''' [[varia lectio|v.l.]] σῡκομωρέα ἡ NT = [[συκάμινος]].
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''σῡκομορέα:''' ή -αία, ἡ, = [[συκόμορος]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''σῡκομορέα:''' ή -αία, ἡ, = [[συκόμορος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σῡκομορέα:''' [[varia lectio|v.l.]] σῡκομωρέα NT = [[συκάμινος]].
|lstext='''σῡκομορέα''': ἢ -αία, , = [[συκόμορος]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιθ΄, 4. ― Ὁ Κόντος [[ὅμως]] (Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 573-4) ψέγει τὸν τύπον συκομοραία ὡς πλημμελῆ.
}}
{{elnl
|elnltext=συκομορέα -ας, [σῦκον, μόρον] sycomoor, wilde vijgenboom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκομορέα Medium diacritics: συκομορέα Low diacritics: συκομορέα Capitals: ΣΥΚΟΜΟΡΕΑ
Transliteration A: sykomoréa Transliteration B: sykomorea Transliteration C: sykomorea Beta Code: sukomore/a

English (LSJ)

or σῡκομορ-αία, ἡ,= συκόμορος, Ev.Luc.19.4.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συκομορέα -ας, ἡ [σῦκον, μόρον] sycomoor, wilde vijgenboom.

Russian (Dvoretsky)

σῡκομορέα: v.l. σῡκομωρέα ἡ NT = συκάμινος.

English (Thayer)

(Lachmann συκομωρεα ( st bez συκομωραία, cf. Tdf. s note on Luke as below; WH's Appendix, pp. I52,151)), συκομορεας, ἡ (from σῦκον and μορεα the mulberry tree), equivalent to συκάμινος (but see the word, and references), a sycomore-tree: Geoponica 10,3,7.)

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. συκομουριά.

Greek Monotonic

σῡκομορέα: ή -αία, ἡ, = συκόμορος, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

σῡκομορέα: ἢ -αία, ἡ, = συκόμορος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιθ΄, 4. ― Ὁ Κόντος ὅμως (Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 573-4) ψέγει τὸν τύπον συκομοραία ὡς πλημμελῆ.

Middle Liddell

σῡκομορέα, ορ -αία, ἡ, = συκόμορος, NTest.]

Chinese

原文音譯:sukomwra⋯a 需可-摩來阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:無花果-桑樹
字義溯源:桑樹-無花果樹,無花果桑樹,無花果樹,桑樹;由(σῦκον)*=無花果)與(μονόω)X*=桑樹)組成,比較(συκάμινος)=桑樹-無花果樹)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 桑樹(1) 路19:4